ὄρνις
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Il.9.323, 14.290, al., freq. in Att., cf. III; gen. ὄρνῑθος; acc. sg. ὄρνιθα and ὄρνιν, neither in Hom. : pl., nom. and acc. ὄρνιθες, ὄρνιθας, but in acc. also ὄρνεις or ὄρνις (S.OT966, E.Hipp.1059, Ar.Av.717, 1250, 1610, D.19.245, etc.):—also ὄρνιξ, PCair.Zen.375.1 (iii B. C.), v.l. in Ev.Luc.13.34, called Ion. and Dor. by Phot. (but ὄρνις nom. in Alcm. 26.4); acc.
A ὄρνῑχα Pi.O.2.88; gen. ὄρνῑχος Id.I. 6(5).53: nom. pl. ὄρνῑχες B.5.22, Theoc.7.47; gen. pl. ὀρνίχων Alcm. 67, Abh.Berl.Akad.1925(5).33 (Cyrene, iv B. C.); dat. ὄρνιξι, ὀρνίχεσσι, Pi.P.5.112,4.190 (ὄρνιξι also in PLond.1.131r.125, al. (i A. D.)): on the gender and declens., v. Ath.9.373 sq. (Cf. ὄρνεον, Goth. ara, gen. arins 'eagle', etc.) [In the trisyll. cases ῑ always: Hom. has ὄρνῑς in Il.9.323,12.218, but ὄρνῐς ib.24.219; and later Ep. use both ὄρνῑς and ὄρνῐς: in Trag. both quantities are found, ὄρνῐς in A. Fr.304.3 (-ῐν), S.Ant.1021, El.149 (lyr.), Fr.654, E.HF72, and so Philem.79.10; but ὄρνῑς E.Ba.1365, and always in Ar. (Av.103, al.), for in ib.168, the words τίς ὄρνῐς οὗτος; are borrowed from Sophocles; ὄρνις is said to be Att., EM632.8.]
I bird, including birds of prey and domestic fowls, Hom., etc.; applied to ostriches, X. An.1.2.7 : freq. added to the specific names, ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσιν Il.7.59; λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς Od.5.51; ὄρνις ἀηδών, πέρδιξ, S.Aj. 629,Fr.323; ὄρνις ἁλκυών, ὄρνις κύκνος, E.IT1089 (lyr.), Hel.19.
II like οἰωνός, bird of omen, from the flight or cries of which the augur divined, Hes.Op.828; δεξιός, ἀριστερὸς ὄρνις, Il.13.821, Od.20.242, al.; χρηστηρίους ὄρνιθας A.Th.26, cf.Ag.112,157 (both lyr.); ὄρνις αἴσιος S.OT52, cf. Plu.Fab.19, Gal.12.314; ὀρνίθων οἰωνίσματα E.Ph. 839.
2 metaph., omen taken from the flight or cries of birds, Il.10.277, al.: generally, omen, presage, without direct reference to birds, 24.219, Pi.P.4.19; ὄρνιθα δ' οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ A.Fr.95, cf. E.IA988, Ar.Pl.63, Av.719 sqq.; v. ὅδιος.
III in Att. ὄρνις, ὁ, is mostly, cock, S.El.18; κοκκυβόας ὄρνις Id.Fr.791, cf. Ar.V.815; ὄρνις, ἡ, hen, Men.167,168, PCair.Zen.266 (iii B. C., pl.); ἀλέκτορα καὶ ὄρνιθα τελέαν = cock and hen, TAM2(1).245.8 (Lycia); in full, ὄρνις ἐνοίκιος A.Eu.866; θήλεια ὄρνις S.Fr.477; πότερον ὄρνις ἢ ταὧς; Ar.Av.102 (with play on this signf. and signf. I); ὁ ὄρνιξ ὁ σιτευτός = fatted fowl, PCair.Zen.375.1; ὀρνίθων φοινικολόφων Theoc.22.72, cf. 24.64, Mosch.3.49; ὄρνις οἰκίης Babr.17.1; also, goose, Id.123.1.
IV in plural sts., bird market, D.19.245; cf. ὄρνεον II.
V Μοισᾶν ὄρνιχες = songbirds, i.e. poets, Theoc.7.47.
VI Provs.: διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν = a boy chasing a bird on the wing, vain pursuit A.Ag. 394 (lyr.); ὄρνις ὥς τις ἐκ χερῶν ἄφαντος E.Hipp.828; ὀρνίθων γάλα = 'pigeon's milk', i.e. any marvellous dainty or good fortune, Ar. V.508,Av.1673, Mnesim.9, Men.936; but ὄρνιθος γάλα = white of egg, Anaxag.22; also a plant, v. ὀρνιθόγαλον.
VII a constellation, later Cygnus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.16, Arat.275, Ptol.Tetr. 26.
German (Pape)
[Seite 383] ὁ u. ἡ (ορ), ὄρνιθος, dor. ὄρνιχος, acc. ὄρνιθα u. ὄρνιν, plur. ὄρνιθες u. ὄρνεις u. s. w., auch ὄρνις, S. Emp. adv. phys. 1, 3 u. A., s. Schaef. zu Greg. Car. p. 476; vgl. über Geschlecht u. Deklination des Wortes Ath. IX, 373 f – der Vogel, sowohl der wilde, Raubvogel, als der zahme, Hausvogel, bes. Huhn; Hom. u. Folgde; Soph. vrbdt ὄρνις ἀηδών, Ai. 617; bes. ein Vogel, der, von den Göttern gesendet, ein Vorzeichen der Zukunft giebt, ὡς οὖν εἴδονθ', ὅτ' ἄρ' ἐκ Διὸς ἤλυθεν ὄρνις, Il. 8, 251, vgl. 13, 200; ἃς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις, αἰετός, 13, 821; Od. 15, 160, vgl. 20, 242; Hes. O. 830; übh. Vorzeichen, verhängnißvolle Vorbedeutung, auch wenn sie nicht aus dem Vogelfluge entnommen ist, μ ηδέ μοι αὐτὴ ὄρνις ἐνὶ μεγάροισι κακὸς πέλευ, Il. 24, 219; vgl. Aesch. frg. 83, ὄρνιθα δ' οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ, der auch χρηστήριοι ὄρνιθες erwähnt, Aesch. Spt. 26; vgl. μόρσιμ' ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων Ag. 152 u. φεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖς δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Spt. 579, über die Bestimmung, das Geschick (vgl. Soph. O. R. 52); u. von Raubvögeln, wie οἰωνός, denen die unbestatteten Leichen zum Fraße dienen, ἐπιχωρίοις ὄρνισι δεῖπνον οὐκ ἀναίνομαι πέλειν, Suppl. 782; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς, Soph. O. R. 1008; ὄρνιθα τόνδ' αἴσιον ποιούμεθα, Eur. I. A. 607; οἰωνίσματ' ὀρνίθων μαθών, Phoen. 846; für ein Vogelzeichen braucht es auch Ar. Av. 719 ff., wo er komisch Alles aufzählt, was als Vorbedeutung galt, ὄρνιν τε νομίζετε πάνθ' ὅσαπερ περὶ μαντείας διακρίνει· φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστίν, πταρμόν τ' ὄρνιθα καλεῖτε, ξύμβολον ὄρνιν, φωνὴν ὄρνιν ff., woraus man wenigstens auf den häufigen Gebrauch dieses Wortes in dieser Bdtg schließen kann; διὰ ὀρνίθων ποιουμένην ζήτησιν τοῦ μέλλοντος, Plat. Phaedr. 244 c; οἷς πιστεύοντες ὥσπερ μάντεις ὄρνισιν, Phil. 67 a; Sp., wie Plut. Fab. Max. 19, χρησάμενος ὄρνισιν οὐκ αἰσίοις, ἀπετράπη. – Der plur. steht zuweilen für den Vogelmarkt, vgl. Pors. Ar. Av. 13; εἰς τοὺς ὄρνεις εἰσιών, Dem. 19, 245. – Μουσῶν ὄρνιθες, Musenvögel, Dichter, Kießl. Theocr. 7, 47. – Sprichwörtlich ὀρνίθων γάλα, Vogelmilch, von glücklichen Menschen, die in Allem über Erwarten Glück haben, denen sogar die Vögel Milch geben, wie es bei uns etwa heißt »wem das Glück wohl will, dem kalbt der Ochs«. – [Ι ist lang in den zweisylbigen Casus Il. 12, 218. 24, 219; bei den Tragg. gew. kurz; bei Ar. lang, obgleich sich Av. 16. 270. 287. 335 auch ὄρνις u. ὄρνιν mit kurzem ι findet; spätere Epiker haben es gewöhnlich kurz. Die Gramm. nennen die Länge attischen Gebrauch, vgl. Draco p. 71, 7; E. M. 632, 33.]
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
oiseau : ὄρνις αἰγυπιός IL vautour ; ὄρνις ἁλκυών EUR halcyon ; ◊ prov. : ὀρνίθων γάλα ἀμέλγειν LUC traire du lait d'oiseau, càd obtenir une chose merveilleuse ou réputée impossible ; particul. :
1 oiseau dont le vol ou le cri sert de présage ; présage, augure, auspice;
2 oiseau domestique, coq, poule.
Étymologie: R. Ὀρ, s'élever ; v. ὄρνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὄρνις: ὁ и ἡ (в двухсложных формах ῐ и ῑ, в трехсложных - ῑ) (gen. ὄρνῑθος - дор. ὄρνῑχος, dat. ὄρνιτι, acc. ὄρνῑθα и ὄρνιν - дор. ὄρνιχα; pl.: ὄρνῑθες и ὄρνεις - дор. ὄρνιχες, gen. ὄρνεων - дор. ὀρνίχων, dat. ὄρνισι - дор. ὄρνιξιν и ὀρνίχεσσι, acc. ὄρνιθας, ὄρνεις и ὄρνις)
1 птица: ὄ. αἰγυπιός Hom. коршун; κύκνος ὄ. Eur. лебедь; ὀρνίθων γάλα Luc. птичье молоко, т. е. небывалое счастье; Μοισᾶν ὄρνιχες Theocr., птицы Муз, т. е. поэты; εἰς τοὺς ὄρνεις εἰσιέναι Arph., Dem. отправиться на птичий рынок;
2 (= οἰωνός) вещая птица: δεξιὸς ὄ. Hom. птица, предвещающая успех; ἀριστερὸς ὄ. Hom. зловещая птица;
3 знамение, предзнаменование, примета: ὄρνιθι αἰσίῳ Soph. при благоприятных предзнаменованиях;
4 петух или курица Aesch., Soph., Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρνῐς: ὁ, ἀλλὰ καὶ ἡ, Ἰλ. Ι. 323, Ξ. 290, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: γεν. ὄρνῑθος· ἑν. αἰτ. ὄρνῑθα καὶ ὄρνῐν, οὐδέτερον αὐτῶν παρ’ Ὁμ.· - πληθ., ὀνομ. καὶ αἰτ. ὄρνιθες, -θας, ἀλλ’ αἰτ. καὶ ὄρνεις ἢ ὄρνῑς (Σοφ. Ο. Τ. 966, Εὐρ. Ἱππ. 1059, Ἀριστοφ. Ὄρν. 717, 1250, 1610, Δημ. 417, 21, κτλ.)· - εὑρίσκομεν ὡσαύτως καὶ Δωρ. αἰτ. ὄρνῑχα Πινδ. Ο. 2. 159· γεν. πληθ. ὀρνίχων Ἀλκμὰν 54· δοτ. ὄρνιξι, ὀρνίχεσσι Πινδ. Π. 5. 150. 4. 338· (ὡς ἐξ ὀνομ. ὄρνιξ, ἥτις καὶ μνημονεύεται παρὰ Φωτίῳ ἐν λ. ὄρνις)· πρβλ. Curt. Gr. Et. σ. 450· - περὶ τοῦ γένους καὶ τῆς κλίσ. ἴδε Ἀθήναιον 373Α κἑξ. (Πρβλ. ὄρνεον· καὶ Γοτθ. ara γεν. arins, (ἀετός)· Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Σκωτ. earn· Ἀρχ. Γερμ. aro, κτλ. [Ἐν ταῖς τρισυλλ. πτώσεσιν ἀείποτε ῑ· - ὁ, Ὅμ. ἔχει ὄρνῑς ἐν Ἰλ. Ι. 323, Μ. 218, ἀλλὰ ὄρνῐς ἐν Ω. 219· καὶ μεταγεν. Ἐπικ. χρῶνται ἀμφοτέροις ὄρνῑς καὶ ὄρνῐς· - παρὰ Τραγ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεραι αἱ ποσότητες, ὄρνῐς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 838, Σοφ. Ἀντ. 1021, Ἠλ. 149, Ἀποσπ. 578, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 72, οὕτω καὶ παρὰ Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 10· ἀλλ’ ὄρνῑς, ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1364, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀριστοφ. (ὡς ὁ Πόρσ. ἐν Εὐρ. Ἑκ. 204 παρετήρησε), διότι ἐν Ὄρν. 168 αἱ λέξεις τὶς ὄρνῑς οὗτος; παρελήφθησαν ἐκ τοῦ Σοφοκλέους· ὅμως οἱ Γραμμ. καλοῦσι τὸ ὄρνῑς Ἀττικόν, Δράκων 71. 7, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 3] Ι. πτηνὸν εἴτε ἄγριον καὶ ἁρπακτικόν, εἴτε κατοικίδιον καὶ ἥμερον, Ὅμ., κτλ.· συχνάκις ἡ λέξις αὕτη προστίθεται εἰς ἰδιαίτερα πτηνῶν ὀνόματα, οἷον ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσιν Ἰλ. Η 59· λάρῳ ὄρνιθι ἐοικὼς Ὀδ. Ε. 51· ὄρν. ἀηδών, πέρδιξ Σοφ. Αἴ. 629, Ἀποσπ. 300· ὄρν. ἀλκυών, ὄρν. κύκλος Εὐρ. Ι. Τ. 1090, Ἑλ. 19. ΙΙ. ὡς τὸ οἰωνός, πτηνὸν προφητικόν, ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τοῦ ὁποίου ὁ οἰωνοσκόπος ἐμαντεύετο, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· δεξιός, ἀριστερὸς ὄρνις Ὅμ.· χρηστηρίους ὄρνιθας Αἰσχύλ. Θήβ. 26, πρβλ. Ἀγ. 112, 157· ὄρν. αἴσιος Σοφ. Ο. Τ. 52, κτλ. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. avis ἀντὶ augurium, ἡ προφητεία ἡ λαμβανομένη διὰ τῆς ἑρμηνείας τῆς πτήσεως ἢ κραυγῆς τῶν πτηνῶν (πρβλ. οἰωνός), Ὅμ. (ὅστις ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας χρῆται ἀεὶ τῷ ἑνικῷ)· πλῆρες: ὀρνίθων οἰωνίσματα Εὐρ. Φοίν. 839: - ἀκολούθως καθόλου, πρόρρησις, σημεῖον ἐκ θεοῦ, χωρὶς ἀμέσου ἀναφορᾶς εἰς πτηνά, Ἰλ. Ω. 219, Πινδ. Π. 4. 33· ὄρνιθα δ’ οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 93, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 988, Ἀριστοφ. Πλ. 63, ἴδε ἐν λέξ. ὄδιος· - ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 719 κἑξ. εἶναι πλήρης εὐφυΐας ἐπὶ ταύτης τῆς χρήσεως. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ., ὄρνις, ὁ, κατὰ τὸ πλεῖστον σημαίνει τὸν ἀλεκτρυόνα, Σοφ. Ἠλ. 18, Ἀποσπ. 900, Ἀριστοφ. Σφ. 815· ὄρνις, ἡ, «ὄρνιθα», Μένανδρ. εν «Ἐπικλήρῳ» 5· - ἡ ὄρνις ἦτο τὸ συνηθέστατον καὶ χρησιμώτατον τῶν κατοικιδίων πτηνῶν· πληρέστερον ἔτι, ὄρνις ἐνοίκιος Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· θήλεια ὄρνις Σοφ. Ἀποσπ. 424, πρβλ. Brunck εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 102· οὕτω παρὰ τοῖς βουκολικοῖς ποιηταῖς, ὀρνίχων φοινικολόφων Θεόκρ. 22. 72, πρβλ. 24. 63, Μόσχ. 3. 50 ὄρνις οἰκίης Βαβρ. 17. 1. IV. ἐν τῷ πληθυντ. ἐνίοτε, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς, ἔνθα ἐπωλοῦντο τὰ ὀρνίθια, Brunck εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 13, Δημ. 417. 21· πρβλ. ὄρνεον ΙΙ. V. Μοισᾶν ὄρνιχες, πτηνὰ τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Θεόκρ. 7. 47. VI. παροιμίαι· διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 394· ἄφαντος, ὥς τις ὄρνις ἐκ χερῶν Εὐρ. Ἱππ. 828· ὀρνίθων γάλα, «τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα», δηλ. θαυμάσιον ἔδεσμα ἢ ἔξοχός τις τύχη, Ἀριστοφ. Σφ. 508, 1671· καὶ τὸ λεγόμενον σπανιώτερον πάρεστιν ὀρνίθων γάλα, καὶ φασιανὸς ἀποτετιλμένος καλῶς Μνησίμαχος ἐν «Φιλίππῳ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 313· ἴδε ὄνος.
English (Slater)
ὄρνῑς (ὄρνῖς, ὄρνῖχος, ὄρνῖχα, ὄρνῖν; ὀρνχων, ὄρνιξιν, ὀρνίχεσσι.)
a bird Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον (v.l. ὄρνιθα) (O. 2.88) ἴυγγα μαινάδ' ὄρνιν (P. 4.216) θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (P. 5.112) “καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (i. e. αἰετός: v. ἐπώνυμος) (I. 6.53)
b omen “κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει, τόν ποτε” (P. 4.19) μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς (P. 4.190) “νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως” (P. 8.50) ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν (N. 9.19)
Spanish
English (Strong)
probably from a prolonged form of the base of ὄρος; a bird (as rising in the air), i.e. (specially), a hen (or female domestic fowl): hen.
Greek Monotonic
ὄρνις: ], ὁ και ἡ, γεν. ὄρνῑθος, αιτ. ὄρνῐθα και ὄρνιν· πληθ., ονομ. και αιτ. ὄρνιθες, -θας, αλλά στην αιτ. επίσης ὄρνεις ή ὄρνῑς· Δωρ. αιτ. ὄρνῑχα· γεν. πληθ. ὀρνίχων· δοτ. ὄρνιξι, ὀρνίχεσσι (όπως αν προερχόταν από τύπο ὄρνιξ)·
I. 1. πουλί, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά προστίθεται σε συγκεκριμένα ονόματα πουλιών, ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς, σε Ομήρ. Οδ.· ὄρνις ἀηδών, πέρδιξ, σε Σοφ.· ὄρνις ἀλκυών, ὄρνις κύκνος, σε Ευρ.
II. 1. όπως το οἰωνός, πουλί που παρέχει οιωνούς με το πέταγμα και τις κραυγές του, τις οποίες ερμήνευε ο οιωνοσκόπος, σε Όμηρ., Σοφ.
2. μεταφ., όπως το Λατ. avis αντί augurium, οιωνός ή προφητεία που λαμβάνεται από το πέταγμα ή τις κραυγές των πουλιών, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, γενικά, οιωνός, προμήνυμα, χωρίς ευθεία αναφορά σε πουλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
III. στην Αττ., ὄρνις, ὁ, κυρίως, κόκορας, ενώ ὄρνις, ἡ, κότα, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
IV.στον πληθ., μερικές φορές αγορά όπου εκτίθενται πουλιά, σε Αριστοφ., Δημ.
V. Μοισᾶν ὄρνιθες, τα πουλιά των Μουσών, δηλ. οι Ποιητές, σε Θεόκρ.· παροιμ., ὀρνίθων γάλα, «και του πουλιού το γάλα», δηλ. κάθε αξιοπερίεργη λιχουδιά ή αξιοθαύμαστη εύνοια της τύχης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[gen. ὄρνῑθος; acc. ὄρνῐθα and ὄρνιν] [as if from ὄρνιξ
I. a bird, Hom., etc.; often added to the specific names, ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσιν Il.; λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς Od.; ὄ. ἀηδών, πέρδιξ Soph.; ὄ. ἁλκυών, ὄ. κύκνος Eur.
II. like οἰωνός, a bird of omen, from the flight or cries of which the augur divined, Hom., Soph.
2. metaph., like Lat. avis for augurium, the omen or prophecy taken from the flight or cries of birds, Hom., etc.:—then, generally, an omen, presage, without direct reference to birds, Il.
III. in Attic, ὄρνις, is mostly a cock, ὄρνις, ἡ, a hen, Soph., Ar., etc.
IV. in plural sometimes the bird-market, Ar., Dem.
V. Μοισᾶν ὄρνιθες birds of the Muses, i. e. Poets, Theocr.:— proverb., ὀρνίθων γάλα "pigeon's milk, " i. e. any marvellous dainty or good fortune, Ar.
Chinese
原文音譯:Ôrnij 哦而你士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:鳥
字義溯源:鳥*,雌鳥,母雞,雄鳥;或出自(ὄρος)=山*)
同源字:1) (ὄρνεον)小鳥 2) (ὄρινξ / ὄρνις)鳥 3) (πετεινόν)飛禽 4) (πέτομαι)飛
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 母雞(2) 太23:37; 路13:34
English (Woodhouse)
omen, bird of omen, omen from birds
Mantoulidis Etymological
ὄρνιθος Πιθανόν ἀπό τό ὄρνυμι (=σηκώνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὄρνις: ὀρνίθειος, ὀρνιθεύω (=πιάνω πουλιά), ὀρνιθεία (=παρατήρηση πουλιῶν), ὀρνιθευτής, ὀρνιθευτικός, ὀρνιθευτική τέχνη (=ἡ τέχνη τῆς σύλληψης πουλιῶν), ὀρνιθίας, ὀρνιθικός, ὀρνίθιον (ὑποκορ.) καί τά σύνθ. ὀρνιθοσκόπος, ὀρνιθοθήρας.
Léxico de magia
ὁ ἡ pájaro del que se usa un huevo ἐπὶ ὠοῦ ὄρνιθος ἀρσενικοῦ ἐπίγραφε escribe en un huevo de pájaro macho P XII 100 la lengua ὄρνιθος γλῶσσαν ὑποκάτω χελυνίων ἐπίθες αὐτῆς ἢ ἐπὶ καρδίαν pon bajo sus labios o sobre el corazón una lengua de pájaro P LXIII 9
Lexicon Thucydideum
Translations
bird
Abenaki: sips; Abkhaz: аԥсаа; Abu: ungaraka; Adyghe: бзыу; Afrikaans: voël; Ahom: 𑜃𑜤𑜀𑜫; Ainu: チㇼ; Alangan: punay; Albanian: zog; Aleut: sax; Ama: uo; Amharic: ወፍ; Apache Western Apache: diǫ', izháshe, izháshe; Arabic: طَائِر, عُصْفُور; Egyptian Arabic: طير, عصفورة; Hijazi Arabic: طير, عَصْفور; Iraqi Arabic: طير; Lebanese Arabic: عصفورة; Moroccan Arabic: برطال; Aragonese: paxaro; Archi: ноцӏ; Armenian: թռչուն, ծիտ, հավք; Aromanian: pulj, puljiu, pulju; Assamese: চৰাই; Assyrian Neo-Aramaic: ܛܲܝܪܵܐ; Asturian: páxaru; Avar: хӏинчӏ; Avestan: 𐬬𐬍𐬱, 𐬨𐬆𐬭𐬆𐬖𐬀; Aymara: jamach'i; Azerbaijani: quş; Bahnar: sem; Baluchi: مرگ; Bashkir: ҡош; Basque: txori, hegazti; Bau Bidayuh: manuk; Belarusian: птушка, пці́ца; Bengali: পাখী; Bikol Central Bikol Legazpi: bayong; Bikol Naga: gamgam; Blagar: uul; Bodo: दाव; Borôro: kiogö; Breton: labous, evn; Bulgarian: птица; Burmese: ငှက်; Catalan: au, ocell, aucell, pardal; Cebuano: langgam; Central Atlas Tamazight: ⴰⴳⴹⵉⴹ; Central Melanau: manuok; Central Sierra Miwok: číčka-; Chamicuro: chisti; Chechen: олхазар; Chepang: वाः; Cherokee: ᏥᏍᏆ; Cheyenne: vé'kése; Chichewa: mbalame; Chichonyi-Chidzihana-Chikauma: mnyama; Chinese Cantonese: 雀仔, 雀, 鳥, 鸟; Dungan: чёр, чёчёзы, финё, фичин; Hakka: 鳥子, 鸟子, 鳥, 鸟, 鳥仔, 鸟仔; Mandarin: 鳥, 鸟, 雀; Min Dong: 鳥, 鸟, 鳥仔, 鸟仔; Min Nan: 鳥, 鸟, 鳥仔, 鸟仔; Wu: 鳥, 鸟; Xiang: 鳥, 鸟; Chukchi: гатԓе; Chuukese: machang; Cimbrian: bóoghel, vogl; Coptic: ϩⲁⲗⲏⲧ; Cornish: edhen; Corsican: aceddu; Cree: pileshish, peepee; Crimean Tatar: quş; Czech: pták; Dalmatian: paserain; Danish: fugl; Dargwa: арцан; Darkinjung: dyipping; Daur: degii, deyii; Deori: দুৱা; Dhivehi: ދޫނި; Dolgan: көтөр; Drung: pvchiq; Dutch: vogel; Dzongkha: བྱ; Eastern Arrernte: thipe; Eastern Cham: ꨌꨳꨪꩌ; Eastern Mari: кайык; Elfdalian: fugel; Erzya: нармунь; Esperanto: birdo, birdeto; Estonian: lind; Even: дэги; Evenki: дэги; Ewe: xevi; Faroese: fuglur; Fijian: mahumanu; Finnish: lintu; Franco-Provençal: usél; French: oiseau, oiselle, oiselet, oisillon; Friulian: uciel, ucel; Galician: paxaro, paxoro, gavirro; Gallo: ouézai; Gamilaraay: dhigaraa; Ge'ez: ዖፍ; Georgian: ფრინველი, ჩიტი; German: Vogel, Vögelchen, Vögelein, Vöglein; Alemannic German: Vogel; Central Franconian: Furrel; Gothic: 𐍆𐌿𐌲𐌻𐍃; Greek: πουλί, πτηνό; Ancient Greek: ὄρνεον, ὄρνις, πετεηνόν, πετεινόν, ποτανός, ποτηνός, ποτητόν, πτανόν, πτέρυξ, πτηνόν, πτωκάς; Greenlandic: timmiaq; Guaraní: guyra; Gujarati: પનખિદ; Guugu Yimidhirr: dyidyirr; Haitian Creole: zwazo; Hausa: tsuntsu; Hawaiian: manu; Hebrew: ציפור \ צִפּוֹר, עוֹף; Hindi: चिड़िया, पंछी, पक्षी, परन्दा, पखेरू; Hopi: tsiro; Hungarian: madár; Hunsrik: Foghel; Iban: burong; Icelandic: fugl; Ido: ucelo; Igbo: nnụnụ; Indonesian: burung; Acehnese: cicém; Buginese: dongi; Ingrian: lintu; Ingush: оалхазар; Interlingua: ave; Inuktitut: ᑎᖕᒥᐊᖅ; Irish: éan; Old Irish: én; Istriot: uzai; Italian: uccello, pennuto, volatile; Iu Mien: norqc; Ivatan: manomanok; Japanese: 鳥, 鳥類; Jarai: čĭm; Jarawa: noha; Javanese: manuk; Kaili: tonji; Minangkabau: buruang; Kabuverdianu: avi, ave; Kabyle: agḍiḍ, afrux; Kannada: ಹಕ್ಕಿ, ಪಕ್ಷಿ; Karachay-Balkar: чыпчыкъ; Kashubian: ptôch; Kashmiri: جاناوار; Kazakh: құс; Ket: кеӈассель; Khasi: sim; Khmer: បក្សី; Khoekhoe: anis; Kimaragang: tombolog; Koch: তাউ; Koho: sim; Kokborok: tok; Komi-Zyrian: лэбач; Korean: 새; Kriol: bed; Kurdish Central Kurdish: باڵندە, تەیر; Northern Kurdish: firrinde, balinde, çivîk, çûçik, teyr, tilûr, terewîl; Kyrgyz: куш; Ladino: ave, have, pášaro, pážaro, pájaro, pásaro; Lakota: ziŋtkála; Lao: ນົກ, ປັກສີ, ປັກສາ, ປັກຂີ; Latgalian: putnys; Latin: avis, volucer; Latvian: putns; Lezgi: къуш, нуькӏ; Ligurian: öxéllo; Lingala: ndeke; Lithuanian: paukštis, paukštė; Lombard: usell; Low German Dutch Low Saxon: vogel; German Low German: Vagel, Vogel, Piepmatz; Loxicha Luganda: ekinyonyi; Luxembourgish: Vugel, Vull; Lü: ᦷᦓᧅ; Macedonian: птица; Magahi: 𑂣𑂒𑂹𑂓𑂲, 𑂎𑂏, 𑂒𑂱𑂚𑂆; Maguindanao: papanuk; Mahican: tschèchtschis; Maithili: चिड़ै; Malagasy: vorona; Malay: burung, manuk; Malayalam: പക്ഷി, കിളി, പറവ; Maltese: għasfur; Manchu: ᡤᠠᠰᡥᠠ; Manx: ushag; Maori: manu; Maranao: papanok; Marathi: पक्षी; Mari Western Mari: кек; Maricopa: chyer; Mbyá Guaraní: guyra; Mi'kmaq: jipji'j anim, sisip anim; Middle Dutch: vogele; Middle English: fowel; Mirandese: páixaro, abe; Moksha: нармонь; Mongolian: шувуу; Montagnais: pineshish; Muong: chim; Mwani: nyuni; Mòcheno: vougl; Nahuatl Central: tototl; Central Huasteca: tototl; Classical: tototl; Highland Puebla: totot; Western Huasteca: tototl; Nanai: гаса; Nanticoke: piss-seeques; Navajo: tsídii; Neapolitan: auciello; Negidal: дэғӣ; Nepali: चरा; Newar: झंगः; Nganasan: тәибәә, täibää; Ngazidja Comorian: nuni, nyunyi; Ngunawal: budyan; Nivkh: пыйӈа; Nkonya: obubwi; Nogai: кус; Norman: mouissaon, ouaîsé; North Frisian Föhr-Amrum: fögel; Mooring: föögel; Northern Sami: loddi; Northern Thai: ᨶᩫ᩠ᨠ; Norwegian Bokmål: fugl; Nynorsk: fugl; Nuer: dit; Occitan: aucèl, aucèu, ausèth; Ojibwe: bineshiinh; Okinawan: 鳥; Old Church Slavonic Cyrillic: пътица; Old Dutch: fogal, vogal; Old East Slavic: пътица, птахъ, птакъ, пътичь; Old English: fugol; Old French: oisel; Old Javanese: manuk; Old Kannada: ಪಕ್ಕಿ; Old Norse: fogl, fugl; Old Prussian: pippelis; Old Turkic: 𐰴𐰆𐰽; Oriya: ପକ୍ଷୀ, ଚଢ଼େଇ; Oromo: shimbiro; Ossetian: маргъ; Ottoman Turkish: قوش; Pali: sakuṇa, pakkhī, vihaga; Pashto: مرغه; Pennsylvania German: Voggel; Penobscot: sips; Persian: پرنده, مرغ; Pipil: tutut; Pitjantjatjara: tjuḻpu; Plautdietsch: Voagel; Polish: ptak anim; Portuguese: pássaro, ave; Potawatomi: pnéshi; Powhatan: tshehip; Punjabi: ਪੰਖੀ, ਪੰਛੀ; Quechua: pisqu, pisgo; Rabha: ত; Rapa Nui: manu; Rohingya: faik; Romagnol: ușël; Romani: ćiriklo, ćirikli; Romanian: pasăre; Romansch: utschè, utschi, utschel; Russian: птица, пташка, птах, птаха, потка; Rusyn: птах; Rwanda-Rundi: inyoni 9/10, iki-guruka; S'gaw Karen: ထိၣ်; Saek: น็อก; Samoan: manu; Sangisari: مرغ; Sango: ndeke; Sanskrit: वि, पक्षिन्; Santali: ᱪᱮᱬᱮ; Sardinian: pigioni, pilloni, pizone; Scots: bird; Scottish Gaelic: eun; Sebop: juwit; Semai: cep; Serbo-Croatian Cyrillic: пти̏ца; Roman: ptȉca; Shan: ၼူၵ်ႉ; Shoshone: huchu; Sichuan Sicilian: aceddu; Sidamo: ceʼa; Sindhi: پَکِي; Sinhalese: පක්ෂියා, කුරුල්ලා; Slovak: vták; Slovene: ptič, ptica; Somali: shimbir; Sorbian Lower Sorbian: ptašk; Upper Sorbian: ptačk; Sotho: nonyana; Spanish: pájaro, ave; Sumerian: 𒄷; Sundanese: manuk; Svan: მეპო̈̄რ, მეპვე̄რ; Swahili: ndege; Swedish: fågel; Sylheti: ꠙꠣꠈꠤ; Tabasaran: гъуш; Tagalog: ibon; Tahitian: manu; Tai Dam: ꪶꪙꪀ; Tai Tajik: парранда; Tajio: mamanuk; Talysh Asalemi: پرنده; Tamil: பறவை; Taos: cìwyu'úna; Tatar: кош; Tausug: manuk-manuk; Telugu: పక్షి, విహంగము, పిట్ట; Ternate: namo; Tetum: manu, manu-fuik; Thai: นก, ปักษา; Tibetan: བྱ; Tigrinya: ዑፍ, ጭሩ; Timugon Murut: susuit; Tiwa: tu; Tok Pisin: pisin; Tokelauan: manu; Tongan: manupuna; Tswana: nonyane; Tulu: ಪಕ್ಕಿ; Tundra Nenets: тиртя; Tupinambá: gûyrá; Turkish: kuş; Turkmen: guş; Tuvan: куш; Tzotzil: mut; Udi: къуш; Udmurt: папа; Ugaritic: 𐎓𐎕𐎗, 𐎕𐎔𐎗; Ukrainian: птах, птиця; Urdu: چڑیا, پنچھی, پکشی, پرندہ, پکھیرو; Uyghur: قۇش; Uzbek: qush; Venetian: oseo; Vietnamese: chim; Vilamovian: fȫguł; Volapük: böd; Votic: lintu; Võro: tsirk; Walloon: oujhea, moxhon; Wardaman: jigjig; Welsh: aderyn, adar, edn, ednod; West Coast Bajau: memanuk, manuk-manuk; West Frisian: fûgel; Western Panjabi: پنچھی, پرندہ; White Hmong: noog; Wolof: picc; Xhosa: intaka; Yakkha: न्वाक; Yakut: көтөрдөр, чыычаах, көтөр; Yiddish: פֿויגל; Yoruba: e̩ye̩ abìyé̩; Yucatec Maya: ch'íich', chʼiichʼ; Yup'ik: yaqulek; Zazaki: perrende, mıriçık; Zealandic: veugel; Zhuang: roeg; Zulu: inyoni; Zuni: wotsana; ǃKung: tsaba
chicken
Abaza: квтӏу; Abkhaz: а-куты; Acehnese: manok; Adyghe: чэты, кьэт; Afrikaans: hoender, haan, hen; Ahom: 𑜀𑜩; Aklanon: manok; Alabama: akaaka; Albanian: pulë; Ambonese Malay: ayam; Amharic: ዶሮ; Arabic: دَجَاجَة; Egyptian Arabic: فرخة; Hijazi Arabic: دجاجة; Argobba: ዶሮ; Armenian: հավ, աքլոր, ճուտ; Assamese: কুকুৰা; Assyrian Neo-Aramaic: ܟܬܲܝܬܵܐ; Asturian: pollu; Atayal: ngta; Avar: гӏанкӏу; Aymara: chiwchi; Azerbaijani: toyuq; Bahnar: iĕr; Balinese: ayam; Bashkir: тауыҡ; Basque: oilasko, oilo; Bats: ქოთამ; Belarusian: птушаня, птушанё, курыца, кураня, куранё; Bengali: মুরগি, মুরগী, মুর্গি, মুর্গী; Bezhta: гуьдаь; Bikol Central: manok; Borôro: kagariga; Bouyei: duezgais, gais; Breton: yar, penn yar; Brunei Malay: ayam; Bulgarian: кокошка, петел, пиле, ярка; Burmese: ကြက်; Buryat: тахяа; Catalan: pollastre, gallina, gall, butza; Catawba: watka; Cebuano: manok; Central Dusun: manuk; Central Melanau: siyau; Chamicuro: polyo; Chechen: котам; Cherokee: ᏣᏔᎦ; Cheyenne: kokėhéaxa; Chichewa: nkhuku; Chickasaw: akanka'; Chinese Cantonese: 雞, 鷄, 鸡; Dungan: җи; Gan: 雞, 鷄, 鸡; Hakka: 雞, 鷄, 鸡; Jin: 雞, 鷄, 鸡, 雞兒, 鷄兒, 鸡儿; Mandarin: 雞, 鷄, 鸡; Min Bei: 雞, 鷄, 鸡; Min Dong: 雞, 鷄, 鸡, 雞囝, 鷄囝, 鸡囝; Min Nan: 雞, 鷄, 鸡, 雞仔, 鷄仔, 鸡仔; Wu: 雞, 鷄, 鸡; Xiang: 雞, 鷄, 鸡; Chukchi: ярагатԓе; Classical Syriac: ܬܪܢܓܘܠܬܐ; Coptic: ⲉⲣϫ; Cornish: yar; Czech: slepice, kur, kuře; Danish: kylling, høne; Daur: kakraa; Dhivehi: ކުކުޅު; Dutch: kip, hen, hoen; Dzongkha: བྱམོ; Elfdalian: yöna; Erzya: сараз; Esperanto: koko; Estonian: kana; Ewe: koklo, koklovi; Faroese: høsn, høna; Fijian: toa; Finnish: kana; French: poulet; Friulian: poleç, gjaline; Galician: galo, galiña; Gamilaraay: baawul; Ge'ez: ዶርሆ; Georgian: ქათამი; German: Huhn, Hähnchen, Hühnchen, Küchlein; Alemannic German: Hue; Greek: κοτόπουλο, κότα; Ancient Greek: ἀλεκτοριδεύς; Greenlandic: marloraaq; Guaraní: ryguasu, kupyju; Gujarati: કૂકડો, મરઘો; Gurani: کەرگ; Haitian Creole: poul; Hausa: kaza; Hebrew: תַּרְנְגוֹל, תרנגולת \ תַּרְנְגֹלֶת; Higaonon: manuk; Hindi: मुर्ग़ा, मुरगा, मुर्ग, कुक्कुट; Hungarian: csirke; Hunzib: гудо; Icelandic: hænsn, kjúklingur, hæna; Ido: hano; Ilocano: manok; Inari Sami: kääni; Indonesian: ayam, manuk; Ingush: котам; Inuktitut: ᐊ'ᐊ'ᐋᒃ; Irish: eireog, sicín; Isan: กุฏโฏ, ไก่; Istro-Romanian: puľ; Italian: pollo, gallo, gallina; Japanese: 鶏, 臼辺鳥; Javanese: pitik; Kabardian: джэд; Kannada: ಕೋಳಿ; Kapampangan: manuk; Karakalpak: tawıqlar; Kashubian: kùra; Kazakh: тауық; Khasi: syiar, s'iar; Khmer: មាន់; Khumi Chin: ae; Khün: ᨠᩱ᩵; Kikuyu: ngũkũ; Kimaragang: manuk, piyak, punan; Kiput: aan; Komi-Permyak: курӧг; Korean: 닭; Kumyk: тавукъ; Kurdish Central Kurdish: مریشک, مامر; Northern Kurdish: mirîşk; Southern Kurdish: مامر; Kyrgyz: тоок; Ladin: gialina; Lak: аьнакӏи; Lao: ໄກ່; Latgalian: vysta; Latin: pullus, gallus, gallina; Latvian: cālis, vista; Laz: ქოთუმე; Ledo Kaili: manu; Lezgi: верч; Lithuanian: višta; Lombard: pui, polaster; Low German: Hohn; Luganda: nsósó; Luxembourgish: Hong; Lü: ᦺᦂᧈ; Macedonian: кокошка; Malagasy: akoho; Malay: ayam, manuk; Malayalam: കോഴി; Maltese: fellus, tiġieġa; Manchu: ᠴᠣᡴᠣ; Mandar: manuq; Maori: heihei; Maranao: manok; Marathi: कोंबडा; Mari Western Mari: цӹвӹ; Mazanderani: کرک; Mi'kmaq: go'qoli'gwej anim; Middle English: chike, chekyn; Mingrelian: ქოთომი; Mizo: ár; Mon: စာၚ်; Mongolian: тахиа, ᠲᠠᠬᠢᠶᠠ; Muong: ca; Nahuatl: cuanacatl; Navajo: naaʼahóóhai; Neapolitan: pùllo; Ngazidja Comorian: nkuhu; Nivkh: пʼеӄ нонӄ, арфэӄ, пʼеӄ; Norman: poulet; Northern Sami: vuonccis; Northern Sotho: kgogo; Northern Thai: ᨠᩱ᩵; Norwegian Bokmål: høne, kylling; Nynorsk: høne, kylling, kjukling; Occitan: galina; Ojibwe: baaka'aakwenh; Old English: ċȳcen, cicen; Old Norse: kyklingr; Oromo: lukkuu; Pashto: چرګ; Pela: ɣaʔ³¹; Pennsylvania German: Hinkel; Persian: مرغ خانگی, ماک, مرغ, جوجه; Picard: poulhe, co; Pirahã: páxaihi; Polish: kurczak, kura; Portuguese: frango, galinha; Quechua: wallpa; Romani: kainiori, kaini; Romanian: pui, găină; Romansch: pulschain, giaglina; Russian: цыплёнок, курица, петух; Rusyn: курка; Rutul: кӏатӏ; Rwanda-Rundi: inkoko; S'gaw Karen: ဆီ; Samoan: moa; Samogitian: vėšta; Sanskrit: कुक्कुट; Sardinian: caboniscu, caboni, puddone, puddu, pudhu; Scots: chicken; Scottish Gaelic: eireag, cearc; Sebop: diek; Serbo-Croatian Cyrillic: кокош, кокошка, петао, пијетао, певац, пијевац, пиле; Roman: kokoš, kokoška, petao, pijetao, pevac, pijevac, pile; Shan: ၵႆႇဢွၼ်ႇ, ၵႆႇ; Shona: huku; Sicilian: puddu; Sidamo: lukkichcho; Skolt Sami: kääˊnn; Slovak: sliepka, kurča, kura; Slovene: piščanec, petelin, kokoš; Somali: digaag; Sorbian Lower Sorbian: kokoš, kurje, kurjetko, kura; Upper Sorbian: ćipka, kokoš, kurjo, kurjatko; Sotho: kgoho; Spanish: pollo, gallina; Svan: ქათალ; Swahili: kuku; Swedish: höna, kyckling; Sylheti: ꠝꠥꠞꠥꠉ, ꠝꠥꠞ꠆ꠉꠣ, ꠝꠥꠞ꠆ꠉꠤ; Tagalog: manok; Tai Dam: cáy, ꪼꪀ꪿; Tamil: கோழி; Taos: lìlúna; Tausug: manuk; Tedim Chin: aak; Telugu: కోడి; Thai: ไก่; Tibetan: བྱ་དེ; Tocharian B: kranko; Tsakhur: кӏатӏе; Tumbuka: nkhuku; Turkish: piliç, tavuk; Uab Meto: manu; Ukrainian: курча, курка; Urdu: مرغا; Uzbek: tovuq; Venetian: polàstro; Vietnamese: gà; Volapük: gok; Walloon: poye; Welsh: cyw, iâr, cywion; West Coast Bajau: manuk; West Frisian: hin; Western Cham: منوء; White Hmong: qaib; Wolof: ganaar gi; Yami: manok; Yapese: nimen; Yiddish: הון; Zazaki: kerge; Zhuang: gaeq; Zou: ah