ἀλέξω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀπομακρύνω]], [[ἀποκρούω]], βοηθῶ). Ἀπό ἰαπετική ρίζα αλκ-, τό [[θέμα]] εἶναι αλεκ+σ+ω → [[ἀλέξω]], μέ [[συγκοπή]] τοῦ ε. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλέξημα]] (=[[προστασία]]), [[ἀλέξησις]] (=[[ὑπεράσπισις]]), [[ἀλεξήνωρ]] (=αὐτός πού βοηθᾶ), [[ἀλεξητήρ]] (=αὐτός πού ἀποκρούει κάποιον), [[ἀλεξητήριος]] (=[[ἱκανός]] νά ἀπομακρύνει κάτι), ἀλεξητήριον (=γιατρικό), [[ἄλεξις]] (=[[βοήθεια]]), [[ἀλέκτωρ]], [[ἀλέξανδρος]], [[Ἀλέξανδρος]], [[ἀλεξίκακος]] (=αὐτός πού ἀπομακρύνει κάτι κακό), [[ἀλεξίμβροτος]] (=αὐτός πού προστατεύει [[τούς]] θνητούς), [[ἀλεξίμορος]] (=πού ἀπωθεῑ τό θάνατο), [[ἀλεξιφάρμακον]] (=ἀντίδοτο), [[ἔπαλξις]] (=προμαχώνας), [[ἄλαλκε]] (ἀόρ. β'), [[ἀλκή]] (=δύναμη), [[ἄλκιμος]] (=ρωμαλέος), [[ἀλκτήρ]] (=ἀποκρούων), καί τά σημερινά ἀλεξίπτωτον, ἀλεξιβρόχιον (=ὀμπρέλα), ἀλεξίσφαιρον, ἀλεξικέραυνον.
|mantxt=(=[[ἀπομακρύνω]], [[ἀποκρούω]], βοηθῶ). Ἀπό ἰαπετική ρίζα αλκ-, τό [[θέμα]] εἶναι αλεκ+σ+ω → [[ἀλέξω]], μέ [[συγκοπή]] τοῦ ε. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλέξημα]] (=[[προστασία]]), [[ἀλέξησις]] (=[[ὑπεράσπισις]]), [[ἀλεξήνωρ]] (=αὐτός πού βοηθᾶ), [[ἀλεξητήρ]] (=αὐτός πού ἀποκρούει κάποιον), [[ἀλεξητήριος]] (=[[ἱκανός]] νά ἀπομακρύνει κάτι), ἀλεξητήριον (=[[γιατρικό]]), [[ἄλεξις]] (=[[βοήθεια]]), [[ἀλέκτωρ]], [[ἀλέξανδρος]], [[Ἀλέξανδρος]], [[ἀλεξίκακος]] (=αὐτός πού ἀπομακρύνει κάτι κακό), [[ἀλεξίμβροτος]] (=αὐτός πού προστατεύει [[τούς]] θνητούς), [[ἀλεξίμορος]] (=πού ἀπωθεῑ τό θάνατο), [[ἀλεξιφάρμακον]] (=[[ἀντίδοτο]]), [[ἔπαλξις]] (=[[προμαχώνας]]), [[ἄλαλκε]] (ἀόρ. β'), [[ἀλκή]] (=[[δύναμη]]), [[ἄλκιμος]] (=[[ρωμαλέος]]), [[ἀλκτήρ]] (=[[ἀποκρούων]]), καί τά σημερινά ἀλεξίπτωτον, ἀλεξιβρόχιον (=[[ὀμπρέλα]]), ἀλεξίσφαιρον, ἀλεξικέραυνον.
}}
}}