ρύομαι: Difference between revisions

1,232 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ῥύομαι]] ΝΜΑ<br /><b>(αποθ.)</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από κίνδυνο, [[λυτρώνω]], [[διασώζω]] (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῦ πονηροῡ», ΚΔ<br />β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την [[πόλη]], σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από [[κάθε]] [[μίασμα]] που προέρχεται από τον πεθαμένο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]] («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... [[ὄφρα]] [[σφιν]] νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) [[επιτηρώ]], [[φυλάγω]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]], [[συγκρατώ]] κάποιον ώστε να μην φύγει, [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]<br /><b>4.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>5.</b> [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[θεραπεύω]]<br /><b>6.</b> ([[χωρίς]] τη σημ. της προστασίας) [[καλύπτω]] («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ [[μήδεα]] φωτός», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ελευθερώνω]] με [[λύτρα]]<br />8) <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[αντιστάθμισμα]] («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (ΙΙ)].<br /> <b>(II)</b><br />Α<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ῥύομαι]] ΝΜΑ<br /><b>(αποθ.)</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από κίνδυνο, [[λυτρώνω]], [[διασώζω]] (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», ΚΔ<br />β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾶν [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την [[πόλη]], σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από [[κάθε]] [[μίασμα]] που προέρχεται από τον πεθαμένο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]] («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... [[ὄφρα]] [[σφιν]] νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) [[επιτηρώ]], [[φυλάγω]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]], [[συγκρατώ]] κάποιον ώστε να μην φύγει, [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]<br /><b>4.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>5.</b> [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[θεραπεύω]]<br /><b>6.</b> ([[χωρίς]] τη σημ. της προστασίας) [[καλύπτω]] («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ [[μήδεα]] φωτός», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ελευθερώνω]] με [[λύτρα]]<br />8) <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[αντιστάθμισμα]] («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (ΙΙ)].<br /> <b>(II)</b><br />Α<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐρύω]] (Ι)].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=σέρνω πρός τόν ἑαυτό μου, τραβῶ ἀπό τόν κίνδυνο, [[σώζω]], [[προφυλάγω]]). Ἀπό ρίζα ϝρυ- καί ϝρυσ-. Θέμα ρύ+ομαι → [[ρύομαι]]. Τό ἐνεργητ. [[ρύω]] δέν ὑπάρχει, [[ἀλλά]] [[ἀντί]] γι' [[αὐτό]] χρησιμοποιεῖται τό [[ρῆμα]] [[ἐρύω]] (=[[σέρνω]]), ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ρύομαι]]: ρῦμα (=[[προστασία]]), [[ρυμός]], [[ρύσιον]] (=[[λάφυρο]], [[ἀσφάλεια]]), ρυσιάζω (=[[ἁρπάζω]] σάν [[λάφυρο]]), [[ρύσιος]] (=αὐτός πού σώζει), ρυσίπολις, ρῦσις (=[[ἀπελευθέρωση]]), ρυσός (=[[ζαρωμένος]], [[ρυτιδωμένος]]), ρυστάζω (θαμιστ. = [[περιφέρω]] βίαια), [[ρυστήρ]] (=[[σωτήρας]]), ρύστης ([[λυτρωτής]]), [[ρυτήρ]] (=[[λουρί]], [[σωτήρας]]), [[ρυτίς]] -ίδος (=[[ζαρωματιά]]), ρυτυδόω ρυτυδῶ, ρυτός (=[[ἑλκυστός]]), [[ρύτωρ]] (=[[λυτρωτής]]).
}}
}}