3,274,216
edits
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=σέρνω πρός τόν ἑαυτό μου, τραβῶ ἀπό τόν κίνδυνο, [[σώζω]], προφυλάγω). Ἀπό ρίζα ϝρυ- καί ϝρυσ-. Θέμα ρύ+ομαι → [[ρύομαι]]. Τό ἐνεργητ. [[ρύω]] δέν ὑπάρχει, [[ἀλλά]] [[ἀντί]] γι' [[αὐτό]] χρησιμοποιεῖται τό [[ρῆμα]] [[ἐρύω]] (=[[σέρνω]]), ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ρύομαι]]: ρῦμα (=[[προστασία]]), [[ρυμός]], [[ρύσιον]] (=[[λάφυρο]], [[ἀσφάλεια]]), ρυσιάζω (=[[ἁρπάζω]] σάν [[λάφυρο]]), [[ρύσιος]] (=αὐτός πού σώζει), ρυσίπολις, ρῦσις (=[[ἀπελευθέρωση]]), ρυσός (=ζαρωμένος, ρυτιδωμένος), ρυστάζω (θαμιστ. = [[περιφέρω]] βίαια), [[ρυστήρ]] (=[[σωτήρας]]), ρύστης ([[λυτρωτής]]), [[ρυτήρ]] (=λουρί, σωτήρας), [[ρυτίς]] -ίδος (=[[ζαρωματιά]]), ρυτυδόω ρυτυδῶ, ρυτός (=[[ἑλκυστός]]), [[ρύτωρ]] (=[[λυτρωτής]]). | |mantxt=(=σέρνω πρός τόν ἑαυτό μου, τραβῶ ἀπό τόν κίνδυνο, [[σώζω]], προφυλάγω). Ἀπό ρίζα ϝρυ- καί ϝρυσ-. Θέμα ρύ+ομαι → [[ρύομαι]]. Τό ἐνεργητ. [[ρύω]] δέν ὑπάρχει, [[ἀλλά]] [[ἀντί]] γι' [[αὐτό]] χρησιμοποιεῖται τό [[ρῆμα]] [[ἐρύω]] (=[[σέρνω]]), ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ρύομαι]]: ρῦμα (=[[προστασία]]), [[ρυμός]], [[ρύσιον]] (=[[λάφυρο]], [[ἀσφάλεια]]), ρυσιάζω (=[[ἁρπάζω]] σάν [[λάφυρο]]), [[ρύσιος]] (=αὐτός πού σώζει), ρυσίπολις, ρῦσις (=[[ἀπελευθέρωση]]), ρυσός (=[[ζαρωμένος]], [[ρυτιδωμένος]]), ρυστάζω (θαμιστ. = [[περιφέρω]] βίαια), [[ρυστήρ]] (=[[σωτήρας]]), ρύστης ([[λυτρωτής]]), [[ρυτήρ]] (=[[λουρί]], [[σωτήρας]]), [[ρυτίς]] -ίδος (=[[ζαρωματιά]]), ρυτυδόω ρυτυδῶ, ρυτός (=[[ἑλκυστός]]), [[ρύτωρ]] (=[[λυτρωτής]]). | ||
}} | }} |