συνεπισκέπτομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
(4b)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{LSJ2
|lstext='''συνεπισκέπτομαι''': συνυπολογίζω, συναριθμῶ, [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ [[αὐτόθι]] Α΄, 47, ἴδε [[συνεπισκοπέω]] ἐν τέλει.
|Full diacritics=συνεπισκέπτομαι
|Medium diacritics=συνεπισκέπτομαι
|Low diacritics=συνεπισκέπτομαι
|Capitals=ΣΥΝΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
|Transliteration A=synepisképtomai
|Transliteration B=synepiskeptomai
|Transliteration C=synepiskeptomai
|Beta Code=sunepiske/ptomai
|Definition=''non-Attic pres.'' for [[συνεπισκοπέω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=examiner en même temps <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκέπτομαι]].
|btext=examiner en même temps <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκέπτομαι]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
|ptext=dep. med., = [[συνεπισκοπέω]], nur fut. und aor.; συνεπίσκεψαι μετ' [[ἐμοῦ]], Plat. <i>Crat</i>. 422c; <i>Apol</i>. 27a und [[öfter]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπισκέπτομαι:''' [[вместе рассматривать]], [[сообща исследовать]] (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι [[μετά]] τινος Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''συνεπισκέπτομαι''': συνυπολογίζω, συναριθμῶ, [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ [[αὐτόθι]] Α΄, 47, ἴδε [[συνεπισκοπέω]] ἐν τέλει.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
|mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπισκέπτομαι:''' вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι [[μετά]] τινος Plat.).
}}
}}