συνεπισκέπτομαι
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
non-Attic pres. for συνεπισκοπέω.
French (Bailly abrégé)
examiner en même temps ou avec.
Étymologie: σύν, ἐπισκέπτομαι.
German (Pape)
dep. med., = συνεπισκοπέω, nur fut. und aor.; συνεπίσκεψαι μετ' ἐμοῦ, Plat. Crat. 422c; Apol. 27a und öfter.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι μετά τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισκέπτομαι: συνυπολογίζω, συναριθμῶ, λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ αὐτόθι Α΄, 47, ἴδε συνεπισκοπέω ἐν τέλει.
Greek Monolingual
Α ἐπισκέπτομαι
επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους.