συντετραίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντετραίνω:''' μέλ. <i>-τρήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-έτρησα</i>, Παθ. παρακ. -[[τέτρημαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διατρυπώ]] προκειμένου να ενώσω· [[συντετραίνω]] τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις, [[οδηγώ]] τα ρεύματα των ποταμών ώστε να συναντηθούν τα ύδατά τους, σε Ηρόδ.· <i>ἕτερον</i> ([[μέταλλον]]) συντρῆσαι εἰς τὰ [[τῶν]] [[πλησίον]], [[διατρυπώ]] υπογείως και [[εισέρχομαι]] στα [[μεταλλεία]] των γειτόνων μου, σε Δημ. — Παθ., μεταφέρομαι μέσω μιας διόδου ή ενός αγωγού, που συνδέουν πράγματα [[μεταξύ]] τους, σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., δι' [[ὤτων]] συντέτραινε μῦθον, άσε τα [[λόγια]] να διαπερνούν τα αυτιά [[σου]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συντετραίνω:''' μέλ. <i>-τρήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-έτρησα</i>, Παθ. παρακ. -[[τέτρημαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διατρυπώ]] προκειμένου να ενώσω· [[συντετραίνω]] τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις, [[οδηγώ]] τα ρεύματα των ποταμών ώστε να συναντηθούν τα ύδατά τους, σε Ηρόδ.· <i>ἕτερον</i> ([[μέταλλον]]) συντρῆσαι εἰς τὰ [[τῶν]] [[πλησίον]], [[διατρυπώ]] υπογείως και [[εισέρχομαι]] στα [[μεταλλεία]] των γειτόνων μου, σε Δημ. — Παθ., μεταφέρομαι μέσω μιας διόδου ή ενός αγωγού, που συνδέουν πράγματα [[μεταξύ]] τους, σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., δι' [[ὤτων]] συντέτραινε μῦθον, άσε τα [[λόγια]] να διαπερνούν τα αυτιά [[σου]], σε Αισχύλ.
}}
{{pape
|ptext=([[τετραίνω]]), = [[συντιτράω]]; übertragen, δι' [[ὤτων]] δὲ συντέτραινε μῦθον, <i>er ließ tief ins Innerste [[eindringen]] die Rede</i>, Aesch. <i>Ch</i>. 444; bei Her. 2.11 <i>von zwei [[einander]] [[gerade]] entgegenlaufenden, tief ins Land eindringenden [[Meerbusen]]</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -τρήσω aor2 -έτρησα perf. [[pass]]. -[[τέτρημαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[bore]] [[through]] so as to [[meet]], ς. τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις [[carrying]] [[their]] creeks [[through]] so as to [[meet]] one [[another]], Hdt.; ἕτερον [[μέταλλον]] συντρῆσαι εἰς τὰ τῶν [[πλησίον]] to run [[another]] [[gallery]] [[into]] one's [[neighbour]]'s mines, Dem.:—Pass. to be carried by a connecting [[channel]] or duct, Plat., Arist.<br /><b class="num">II.</b> metaph., δι' [[ὤτων]] συντέτραινε μῦθον let the [[word]] [[pierce]] [[through]] thy ears, Aesch.
|mdlsjtxt=fut. -τρήσω aor2 -έτρησα perf. [[pass]]. -[[τέτρημαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[bore]] [[through]] so as to [[meet]], ς. τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις [[carrying]] [[their]] creeks [[through]] so as to [[meet]] one [[another]], Hdt.; ἕτερον [[μέταλλον]] συντρῆσαι εἰς τὰ τῶν [[πλησίον]] to run [[another]] [[gallery]] [[into]] one's [[neighbour]]'s mines, Dem.:—Pass. to be carried by a connecting [[channel]] or duct, Plat., Arist.<br /><b class="num">II.</b> metaph., δι' [[ὤτων]] συντέτραινε μῦθον let the [[word]] [[pierce]] [[through]] thy ears, Aesch.
}}
{{pape
|ptext=([[τετραίνω]]), = [[συντιτράω]]; übertragen, δι' [[ὤτων]] δὲ συντέτραινε μῦθον, <i>er ließ tief ins Innerste [[eindringen]] die Rede</i>, Aesch. <i>Ch</i>. 444; bei Her. 2.11 <i>von zwei [[einander]] [[gerade]] entgegenlaufenden, tief ins Land eindringenden [[Meerbusen]]</i>.
}}
}}