ἐξαρτίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαρτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]], [[τελειώνω]], [[τὰς]] ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, <i>τι</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐξαρτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]], [[τελειώνω]], τὰς ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, <i>τι</i>, σε Λουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj