ἰσόρροπος: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> qui penche autant d'un côté que de l'autre, <i>càd</i> qui est en équilibre;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> égal en poids ; équivalent, égal : [[ἰσόρροπος]] [[μάχη]] THC combat indécis (où les chances se contrebalancent) ; avec le dat. : [[ἰσόρροπος]] τινι égal à qqn ; avec le gén. : [[ἰσόρροπος]] [[λόγος]] [[τῶν]] ἔργων THC langage d’accord avec les actes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[ῥέπω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> qui penche autant d'un côté que de l'autre, <i>càd</i> qui est en équilibre;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> égal en poids ; équivalent, égal : [[ἰσόρροπος]] [[μάχη]] THC combat indécis (où les chances se contrebalancent) ; avec le dat. : [[ἰσόρροπος]] τινι égal à qqn ; avec le gén. : [[ἰσόρροπος]] [[λόγος]] τῶν ἔργων THC langage d’accord avec les actes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[ῥέπω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόρροπος:''' -ον ([[ῥοπή]]), αυτός που βρίσκεται σε [[ισορροπία]], [[ισοζυγία]], λέγεται για τη [[ζυγαριά]], σε Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για την [[τύχη]], σε Αισχύλ.· επίσης, λέγεται για [[διαμάχη]], [[σύγκρουση]], σε Ευρ.· με δοτ., [[ισοδύναμος]], [[ισόπαλος]] με..., σε Ηρόδ.· ομοίως, με γεν., [[ἰσόρροπος]] ὁ [[λόγος]] [[τῶν]] ἔργων, σε ακριβή [[ισορροπία]] προς..., σε Θουκ.
|lsmtext='''ἰσόρροπος:''' -ον ([[ῥοπή]]), αυτός που βρίσκεται σε [[ισορροπία]], [[ισοζυγία]], λέγεται για τη [[ζυγαριά]], σε Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για την [[τύχη]], σε Αισχύλ.· επίσης, λέγεται για [[διαμάχη]], [[σύγκρουση]], σε Ευρ.· με δοτ., [[ισοδύναμος]], [[ισόπαλος]] με..., σε Ηρόδ.· ομοίως, με γεν., [[ἰσόρροπος]] ὁ [[λόγος]] τῶν ἔργων, σε ακριβή [[ισορροπία]] προς..., σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj