ἰσόρροπος

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόρροπος Medium diacritics: ἰσόρροπος Low diacritics: ισόρροπος Capitals: ΙΣΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: isórropos Transliteration B: isorropos Transliteration C: isorropos Beta Code: i)so/rropos

English (LSJ)

ἰσόρροπον, (ῥοπή)
A in equipoise, of the balance, Pl.Phd. 109a, Plt.270a (Sup.), etc.; τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers.346; ἰσορρόπου τοῦ πήχεως (sc. τοῦ ζυγοῦ) γινομένου IG22.1013.34.
2 generally, well-balanced, well-matched, ἰσόρροπος αὐτὸς ἑαυτῷ of a man with his legs of the same length, Hp.Fract.19; of a nose, flattened, but not awry, Id.Art.37; of a bone, cylindrical, ib. 34; δέρμα ἰσόρροπον, opp. περιρρεπής, ib.50; ἰσόρροπος ἀγών = evenly balanced, E.Supp. 706; μάχη Th.1.105; δυνάμεις Pl.Ti.52e; βίος Id.Lg.733c; τιμή Arist.EN1164b4: c. dat., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰσόρροπον τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο would become a match for their own, Hdt.5.91; ἰ. Ῥωμαίοις Hdn.6.7.8; ἰ. καταστῆναί τινι IPE12.40.18(Olbia, ii A.D.); ἰσόρροπος ὁ λόγος τῶν ἔργων in precise equipoise with.., Th.2.42; ἰ. πρός τι Hdn.6.3.2.
3 of equal weight, χρυσίον Inscr.Délos313a.45 (iii B.C., -ορο-).
II Adv. ἰσορρόπως = in equilibrium, in balanced manner, in equivalent manner, on par, ἀφιέναι Hp.Art.43; πορεύεσθαι Pl.Phdr.247b; ἀγωνίσασθαι D.C.41.61: neut. pl. ἰσόρροπα as adverb, Tim.Pers.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 propr. qui penche autant d'un côté que de l'autre, càd qui est en équilibre;
2 p. anal. égal en poids ; équivalent, égal : ἰσόρροπος μάχη THC combat indécis (où les chances se contrebalancent) ; avec le dat. : ἰσόρροπος τινι égal à qqn ; avec le gén. : ἰσόρροπος λόγος τῶν ἔργων THC langage d'accord avec les actes.
Étymologie: ἴσος, ῥέπω.

German (Pape)

gleichwiegend, gleich an Gewicht oder Wert, an Stärke und dgl.; τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ Aesch. Pers. 338; ἀγών Eur. Suppl. 706; μάχης γενομένης ἰσορρόπου, d.i. unentschieden, Thuc. 1.103; ἰσόρροπον ποιεῖν τὸν κίνδυνον Pol.; τινί, Her. 5.91; πρᾶγμα Plat. Phaed. 109a; βίος Legg. V.733c; ἰσορροπώτατον Polit. 270a; τιμή Arist. eth. 9.1; oft bei Sp., wie Hdn.
• Adv., ἰσορρόπως πορεύεται Plat. Phaedr. 247; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόρροπος:
1 находящийся в равновесии, устойчивый (πρᾶγμα τεθὲν ἐν μέσῳ Plat.; τὸ βάρος Arst.);
2 взаимно уравновешивающийся (δυνάμεις Plat.);
3 ведущийся с одинаковым для обеих сторон успехом, никому не дающий перевеса (ἀγών Aesch.; μάχη Thuc., Plut.);
4 колеблющийся в обе стороны, неустойчивый, шаткий (ἀμφιδέξιος καὶ ἰ., sc. ψυχή Plut.);
5 столь же сильный, равный (sc. τῷ Λακεδαιμονίων γένει Her.);
6 соответствующий (ἰ. λόγος τῶν ἔργων Thuc.): τιμὴ ἰ. οὐκ ἂν γένοιτο Arst. нет достойной цены (дружеской услуге).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόρροπος: -ον, (ῥοπὴ) ἐξ ἴσου ῥέπων πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, ἰσορροπῶν, ἐν ἰσορροπίᾳ εὑρισκόμενος, Πλάτ. Φαίδ. 109Α, Πολιτικ. 270Α, κτλ.· τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 346· ἱστάντες τὸν πῆχυν τοῦ ζυγοῦ ἱσ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. 2) καθόλου, ἐν ἰσορροπίᾳ εὑρισκόμενος, ἰσ. αὐτὸς ἑαυτῷ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος τὰ σκέλη τοῦ αὐτοῦ μήκους, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· ἐπὶ ῥινὸς πεπλατυσμένης ἢ πεπιεσμένης ἀλλ’ οὐχὶ στραβῆς, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 803· ἐπὶ ὀστοῦ, κυλινδρικός, αὐτόθι 800· δέρμα ἰσ., ἀντίθετον τῷ περιρρεπές, αὐτόθι 817· ἰσ. ἀγών, ἀναποφάσιστος, Εὐρ. Ἱκέτ. 706· μάχη Θουκ. 1. 105· δύναμις Πλάτ. Τίμ. 52Ε· βίος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 733C· τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7· - μετὰ δοτ., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἐὸν ἰσ. τῷ ἑωυτῶν, ὂν ἰσόπαλον πρὸς τὸ ἰδικόν των, Ἡρόδ. 5. 91· ἰσ. Ρωμαίοις Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἰσ. καταστῆναί τινι Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 18· ἰσόρ. ὁ λόγος τῶν ἔργων, ἐν ἀκριβεῖ ἰσορροπίᾳ πρὸς.., Θουκ. 2. 42· οὕτως, ἰσ. πρός τι Ἡρῳδιαν. 6. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἰσορρόπως ἀφιέναι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· πορεύεσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἀγωνίζεσθαι Δίων Κ. 41. 61.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόρροπος, -ον)
1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία
2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις»)
μσν.
1. ισάξιος
2. ισοδύναμος
3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς χώρους
αρχ.
1. (για οστό) κυλινδρικός
2. (για αγώνα ή μάχη) αμφίρροπος
3. (για χρυσό) αυτός που έχει ίσο βάρος με κάποιον άλλο, ο ισοβαρής
4. ανάλογοςἰσόρροπος... ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη», Θουκ.).
επίρρ...
ισορρόπως και ισόρροπα (Α ἰσορρόπως) με ισόρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρροπος (< ροπή με διπλασιασμό του αρκτικού -ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ιθύροπος, ομοιόρροπος].

Greek Monotonic

ἰσόρροπος: -ον (ῥοπή), αυτός που βρίσκεται σε ισορροπία, ισοζυγία, λέγεται για τη ζυγαριά, σε Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για την τύχη, σε Αισχύλ.· επίσης, λέγεται για διαμάχη, σύγκρουση, σε Ευρ.· με δοτ., ισοδύναμος, ισόπαλος με..., σε Ηρόδ.· ομοίως, με γεν., ἰσόρροποςλόγος τῶν ἔργων, σε ακριβή ισορροπία προς..., σε Θουκ.

Middle Liddell

ἰσόρ-ροπος, ον ῥοπή
equally balanced, in equipoise, of the balance, Plat.; metaph. of fortune, Aesch.; of a conflict, Eur.:—c. dat. equally matched with, Hdt.; so, c. gen., in equipoise with, Thuc.

English (Woodhouse)

close, equal, even, doubtful in result, equally balanced, equally matched, evenly balanced, evenly contested, of a battle, well matched

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πού βρίσκεται σέ ἰσορροπία). Ἀπό τό ἴσος + ροπή τοῦ ρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

par, exaequatus, equal, matched, 2.42.2,
anceps, doubtful, dangerous, 1.105.6, 7.71.1.