ἀπολυπραγμόνητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολυπραγμόνητος''': -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν [[ἀναγκαῖον]] οἷς ἂν λέγῃ [[θεός]]· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' [[αὐτοῦ]] τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.
|lstext='''ἀπολυπραγμόνητος''': -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν [[ἀναγκαῖον]] οἷς ἂν λέγῃ [[θεός]]· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπολυπραγμόνητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να πολυεξετάζει.
|mltxt=[[ἀπολυπραγμόνητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να πολυεξετάζει.
}}
}}