ἀπολυπραγμόνητος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολυπραγμόνητος Medium diacritics: ἀπολυπραγμόνητος Low diacritics: απολυπραγμόνητος Capitals: ΑΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: apolypragmónētos Transliteration B: apolypragmonētos Transliteration C: apolypragmonitos Beta Code: a)polupragmo/nhtos

English (LSJ)

ἀπολυπραγμόνητον, not meddled with, prob. in SIG399.24 (Delph.). Adv. ἀπολυπραγμονήτως Hsch. s.v. ἀπεριέργως.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible de los privilegios concedidos a los artistas dionisíacos FD 2.68.84 (III a.C.), de Dios y sus acciones, Gr.Nyss.Eun.2.97, Cyr.Al.M.70.964A, de la fe y sus verdades, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.97) Cyr.Al.M.76.913A, 1056B.
2 que no discute, no inquisitivo, reverente στοργή Nil.M.79.280D.

German (Pape)

[Seite 313] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυπραγμόνητος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν ἀναγκαῖον οἷς ἂν λέγῃ θεός· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.

Greek Monolingual

ἀπολυπραγμόνητος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να πολυεξετάζει.