ἀπολυπραγμόνητος
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ἀπολυπραγμόνητον, not meddled with, prob. in SIG399.24 (Delph.). Adv. ἀπολυπραγμονήτως Hsch. s.v. ἀπεριέργως.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiscutible de los privilegios concedidos a los artistas dionisíacos FD 2.68.84 (III a.C.), de Dios y sus acciones, Gr.Nyss.Eun.2.97, Cyr.Al.M.70.964A, de la fe y sus verdades, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.97) Cyr.Al.M.76.913A, 1056B.
2 que no discute, no inquisitivo, reverente στοργή Nil.M.79.280D.
German (Pape)
[Seite 313] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυπραγμόνητος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν ἀναγκαῖον οἷς ἂν λέγῃ θεός· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.
Greek Monolingual
ἀπολυπραγμόνητος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να πολυεξετάζει.