πλάτυνσις: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(3b)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάτυνσις''': -εως, ἡ, τὸ πλατύνειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3. 11.
|lstext='''πλάτυνσις''': -εως, ἡ, τὸ [[πλατύνω|πλατύνειν]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3. 11.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλάτυνσις:''' εως (ᾰ) ἡ расширение: πλείονος [[γενέσθαι]] πλατύνσεως Arst. увеличиться в объеме, расшириться.
|elrutext='''πλάτυνσις:''' εως (ᾰ) ἡ [[расширение]]: πλείονος [[γενέσθαι]] πλατύνσεως Arst. увеличиться в объеме, расшириться.
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 1 January 2023

Greek (Liddell-Scott)

πλάτυνσις: -εως, ἡ, τὸ πλατύνειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3. 11.

Russian (Dvoretsky)

πλάτυνσις: εως (ᾰ) ἡ расширение: πλείονος γενέσθαι πλατύνσεως Arst. увеличиться в объеме, расшириться.