πλάτυνσις

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλάτυνσις: -εως, ἡ, τὸ πλατύνειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3. 11.

Russian (Dvoretsky)

πλάτυνσις: εως (ᾰ) ἡ расширение: πλείονος γενέσθαι πλατύνσεως Arst. увеличиться в объеме, расшириться.