πλάτυνσις

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek (Liddell-Scott)

πλάτυνσις: -εως, ἡ, τὸ πλατύνειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3. 11.

Russian (Dvoretsky)

πλάτυνσις: εως (ᾰ) ἡ расширение: πλείονος γενέσθαι πλατύνσεως Arst. увеличиться в объеме, расшириться.