ἐξανθίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br"
(2)
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἐξανθίζω
|Medium diacritics=ἐξανθίζω
|Low diacritics=εξανθίζω
|Capitals=ΕΞΑΝΘΙΖΩ
|Transliteration A=exanthízō
|Transliteration B=exanthizō
|Transliteration C=eksanthizo
|Beta Code=e)canqi/zw
|Definition=[[deck as with flowers]], [[paint in various colours]], [[γυναῖκες]]… αἳ καθήμεθ' [[ἐξηνεθισμέναι]] Ar. ''Lys.'' 43; [[ἄνωθεν]] [[ἐξηνθισμένον]], of a [[fish]], Philem. 79.6; [[παντοίᾳ]] [[κομμωτικῇ]]… [[ἐξηνθισμένη]] Hld. 7.19; [[ἐλέφας]] [[φοίνικι]] [[ἐξηνθισμένος]] Max.Tyr. 40.2.<br><b class="num">II</b>''Med.'', [[gather flowers]], Plu. 2.661f.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[revestirse como con flores]], [[engalanarse]], [[adornarse]] sólo part. γυναῖκες ... αἳ καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar.<i>Lys</i>.43, κομᾶν τε γὰρ τοὺς ἄρρενας ... ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένους D.H.7.9, χλανιδίοις ἐξηνθισμένη Max.Tyr.14.1, παντοίᾳ κομμωτικῇ ... ἐξηνθισμένη Hld.7.19.1, de un pescado [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον Philem.82.6, [[ἐλέφας]] ὑπὸ γυναικὸς ... φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr.40.2, fig., de un texto escrito ὡραῖον [[ἄγαν]] τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμένον Sch.Clem.Al.<i>Paed</i>.209.17-25.<br /><b class="num">2</b> [[recolectar]], [[recoger flores]] ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Plu.2.661f, cf. en v. act. Sud.s.u. ἐξήνθησεν.<br /><b class="num">3</b> fig., lit. [[extractar un texto]], [[compilar una antología]] συναγωγὰς φιλομαθεῖς ποικίλως ἐξανθισάμενοι Clem.Al.<i>Strom</i>.6.1.2, ταῦτα ... ἀπὸ τῶν παρὰ Ἑβραίοις προφητικῶν γραφῶν ἐξανθίσασθαι Eus.<i>DE</i> 5 proem., (Μαρκίωνος) βίβλους ... ἐξανθισάμενος Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.10.2.<br /><b class="num">II</b> tard. sólo en v. act. [[teñir]] Sud.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=[[fleurir]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐξανθίζομαι]] cueillir des fleurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνθίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανθίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[украшать цветами]], [[расцвечивать]] (γυναῖκες ἐξανθισμέναι, [[varia lectio|v.l.]] ἐξηνθισμέναι Arph.);<br /><b class="num">2</b> med. [[собирать цветы]] (τοῦ λειμῶνος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανθίζω''': κοσμῶ, [[στολίζω]], ὡς δι’ ἀνθέων, [[χρωματίζω]] διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, ([[ἔνθα]] κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., [[εἶναι]] ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, [[οἷον]] παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., [[συλλέγω]] [[ἄνθη]], ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F.
|lstext='''ἐξανθίζω''': κοσμῶ, [[στολίζω]], ὡς δι’ ἀνθέων, [[χρωματίζω]] διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, ([[ἔνθα]] κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., [[εἶναι]] ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, [[οἷον]] παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., [[συλλέγω]] [[ἄνθη]], ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F.
}}
{{bailly
|btext=fleurir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξανθίζομαι cueillir des fleurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνθίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[revestirse como con flores]], [[engalanarse]], [[adornarse]] sólo part. γυναῖκες ... αἳ καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar.<i>Lys</i>.43, κομᾶν τε γὰρ τοὺς ἄρρενας ... ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένους D.H.7.9, χλανιδίοις ἐξηνθισμένη Max.Tyr.14.1, παντοίᾳ κομμωτικῇ ... ἐξηνθισμένη Hld.7.19.1, de un pescado [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον Philem.82.6, [[ἐλέφας]] ὑπὸ γυναικὸς ... φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr.40.2, fig., de un texto escrito ὡραῖον [[ἄγαν]] τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμένον Sch.Clem.Al.<i>Paed</i>.209.17-25.<br /><b class="num">2</b> [[recolectar]], [[recoger flores]] ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Plu.2.661f, cf. en v. act. Sud.s.u. ἐξήνθησεν.<br /><b class="num">3</b> fig., lit. [[extractar un texto]], [[compilar una antología]] συναγωγὰς φιλομαθεῖς ποικίλως ἐξανθισάμενοι Clem.Al.<i>Strom</i>.6.1.2, ταῦτα ... ἀπὸ τῶν παρὰ Ἑβραίοις προφητικῶν γραφῶν ἐξανθίσασθαι Eus.<i>DE</i> 5 proem., (Μαρκίωνος) βίβλους ... ἐξανθισάμενος Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.10.2.<br /><b class="num">II</b> tard. sólo en v. act. [[teñir]] Sud.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εξανθώ]], -έω (AM [[ἐξανθίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ν' ανθίσει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κόβω]] [[άνθη]], [[μαζεύω]] λουλούδια<br /><b>3.</b> [[ανθολογώ]], [[διαλέγω]], [[σχηματίζω]] [[ανθολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γεν. και μτφ.) [[στολίζω]] με [[άνθη]], [[χρωματίζω]] με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[διαποικίλλω]]<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]]) [[γαρνίρω]], [[διακοσμώ]].
|mltxt=και [[εξανθώ]], -έω (AM [[ἐξανθίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ν' ανθίσει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κόβω]] [[άνθη]], [[μαζεύω]] λουλούδια<br /><b>3.</b> [[ανθολογώ]], [[διαλέγω]], [[σχηματίζω]] [[ανθολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γεν. και μτφ.) [[στολίζω]] με [[άνθη]], [[χρωματίζω]] με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[διαποικίλλω]]<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]]) [[γαρνίρω]], [[διακοσμώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανθίζω:''' <b class="num">1)</b> украшать цветами, расцвечивать (γυναῖκες ἐξανθισμέναι, v. l. ἐξηνθισμέναι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> med. собирать цветы (τοῦ λειμῶνος Plut.).
}}
}}