ἐξανθίζω

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανθίζω Medium diacritics: ἐξανθίζω Low diacritics: εξανθίζω Capitals: ΕΞΑΝΘΙΖΩ
Transliteration A: exanthízō Transliteration B: exanthizō Transliteration C: eksanthizo Beta Code: e)canqi/zw

English (LSJ)

deck as with flowers, paint in various colours, γυναῖκες… αἳ καθήμεθ' ἐξηνεθισμέναι Ar. Lys. 43; ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, of a fish, Philem. 79.6; παντοίᾳ κομμωτικῇἐξηνθισμένη Hld. 7.19; ἐλέφας φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr. 40.2.
IIMed., gather flowers, Plu. 2.661f.

Spanish (DGE)

I en v. med.-pas.
1 revestirse como con flores, engalanarse, adornarse sólo part. γυναῖκες ... αἳ καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar.Lys.43, κομᾶν τε γὰρ τοὺς ἄρρενας ... ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένους D.H.7.9, χλανιδίοις ἐξηνθισμένη Max.Tyr.14.1, παντοίᾳ κομμωτικῇ ... ἐξηνθισμένη Hld.7.19.1, de un pescado ἄνωθεν ἐξηνθισμένον Philem.82.6, ἐλέφας ὑπὸ γυναικὸς ... φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr.40.2, fig., de un texto escrito ὡραῖον ἄγαν τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμένον Sch.Clem.Al.Paed.209.17-25.
2 recolectar, recoger flores ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Plu.2.661f, cf. en v. act. Sud.s.u. ἐξήνθησεν.
3 fig., lit. extractar un texto, compilar una antología συναγωγὰς φιλομαθεῖς ποικίλως ἐξανθισάμενοι Clem.Al.Strom.6.1.2, ταῦτα ... ἀπὸ τῶν παρὰ Ἑβραίοις προφητικῶν γραφῶν ἐξανθίσασθαι Eus.DE 5 proem., (Μαρκίωνος) βίβλους ... ἐξανθισάμενος Epiph.Const.Haer.42.10.2.
II tard. sólo en v. act. teñir Sud.

German (Pape)

[Seite 869] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.

French (Bailly abrégé)

fleurir;
Moy. ἐξανθίζομαι cueillir des fleurs.
Étymologie: ἐξ, ἀνθίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανθίζω:
1 украшать цветами, расцвечивать (γυναῖκες ἐξανθισμέναι, v.l. ἐξηνθισμέναι Arph.);
2 med. собирать цветы (τοῦ λειμῶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθίζω: κοσμῶ, στολίζω, ὡς δι’ ἀνθέων, χρωματίζω διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, (ἔνθα κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., εἶναι ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, οἷον παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., συλλέγω ἄνθη, ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F.

Greek Monolingual

και εξανθώ, -έω (AM ἐξανθίζω)
1. κάνω κάτι ν' ανθίσει
2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια
3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία
αρχ.
1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ, διαποικίλλω
2. (για φαγητό) γαρνίρω, διακοσμώ.