ετερόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)<br />αυτός που διαφέρει [[κατά]] τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρωμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο [[παρδαλός]], ο [[ποικιλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i>), [[πρβλ]]. <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)<br />αυτός που διαφέρει [[κατά]] τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρωμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο [[παρδαλός]], ο [[ποικιλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i>), [[πρβλ]]. [[μελανόχρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)
αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρους (< χρως), πρβλ. μελανόχρους].