| |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[σάκος]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] με μικρή [[χωρητικότητα]] από [[χαρτί]], [[πανί]] ή πλαστικό, [[χρήσιμος]] για την [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων<br /><b>3.</b> [[σάκος]] από [[λεπτό]] [[πανί]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται το [[γιαούρτι]] για να στραγγίσει<br /><b>4.</b> [[σακίδιο]] κατάλληλο για την [[φύλαξη]] χρημάτων, [[πουγγί]], [[βαλάντιο]]<br /><b>5.</b> [[μηνοειδής]] [[προεξοχή]] του δέρματος που σχηματίζεται [[κάτω]] από τα μάτια, [[ιδίως]] τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «βαστάει [ή βροντάει] η [[σακούλα]] του» — έχει την [[δυνατότητα]] να ξοδέψει [[πολλά]] χρήματα, [[είναι]] [[πλούσιος]]<br />β) «[[κάμε]] καινούργια [[σακούλα]] να τά βάλεις»<br />(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια [[επιχείρηση]] ή [[επιστροφή]] χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «του μπαμπά μας η [[σακούλα]] βάνει καθενός μια [[βούλλα]]» — δηλώνει ότι ο [[πατρικός]] [[πλούτος]] παρέχει σε κάποιον την [[δυνατότητα]] να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γατ</i>-<i>ούλα</i>, <i>ραχ</i>-<i>ούλα</i>)]. | | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[σάκος]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] με μικρή [[χωρητικότητα]] από [[χαρτί]], [[πανί]] ή πλαστικό, [[χρήσιμος]] για την [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων<br /><b>3.</b> [[σάκος]] από [[λεπτό]] [[πανί]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται το [[γιαούρτι]] για να στραγγίσει<br /><b>4.</b> [[σακίδιο]] κατάλληλο για την [[φύλαξη]] χρημάτων, [[πουγγί]], [[βαλάντιο]]<br /><b>5.</b> [[μηνοειδής]] [[προεξοχή]] του δέρματος που σχηματίζεται [[κάτω]] από τα μάτια, [[ιδίως]] τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «βαστάει [ή βροντάει] η [[σακούλα]] του» — έχει την [[δυνατότητα]] να ξοδέψει [[πολλά]] χρήματα, [[είναι]] [[πλούσιος]]<br />β) «[[κάμε]] καινούργια [[σακούλα]] να τά βάλεις»<br />(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια [[επιχείρηση]] ή [[επιστροφή]] χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «του μπαμπά μας η [[σακούλα]] βάνει καθενός μια [[βούλλα]]» — δηλώνει ότι ο [[πατρικός]] [[πλούτος]] παρέχει σε κάποιον την [[δυνατότητα]] να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλα</i> (<b>πρβλ.</b> [[γατούλα]], [[ραχούλα]])]. |