σακούλα

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος
2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων
3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει
4. σακίδιο κατάλληλο για την φύλαξη χρημάτων, πουγγί, βαλάντιο
5. μηνοειδής προεξοχή του δέρματος που σχηματίζεται κάτω από τα μάτια, ιδίως τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού
6. φρ. α) «βαστάει [ή βροντάει] η σακούλα του» — έχει την δυνατότητα να ξοδέψει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος
β) «κάμε καινούργια σακούλα να τά βάλεις»
(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια επιχείρηση ή επιστροφή χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη
7. παροιμ. «του μπαμπά μας η σακούλα βάνει καθενός μια βούλλα» — δηλώνει ότι ο πατρικός πλούτος παρέχει σε κάποιον την δυνατότητα να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα, ραχούλα)].