ομοιοκατάληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιοκατάληκτος]], -ον)<br />(για στίχους) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιοκατάληκτος]], -ον)<br />(για στίχους) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]] ([[πρβλ]]. [[μακροκατάληκτος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:41, 8 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, -ον)
(για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + καταλήγω (πρβλ. μακροκατάληκτος)].