3,277,172
edits
(38) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σπάργανον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] και φαρδιά [[λωρίδα]] υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. [[φασκιά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b | |mltxt=το / [[σπάργανον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] και φαρδιά [[λωρίδα]] υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. [[φασκιά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[σπάργανα]]<br />το [[σύνολο]] τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> η [[προνύμφη]] του δεύτερου σταδίου ορισμένων κεστωδών σκωλήκων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βρίσκεται στα [[σπάργανα]]» <br />α) [[είναι]] στην [[αρχή]], στο [[ξεκίνημα]]<br />β) βρίσκεται σε νηπιακή [[ηλικία]]<br />γ) βρίσκεται σε πρωτόγονη, σε υποανάπτυκτη [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που θυμίζει την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> α) αντικείμενα με τα οποία φαίνεται και εξακριβώνεται η [[οικογένεια]] ή η [[καταγωγή]] ενός ατόμου («δεινόν γ'ὄ [[ὄνειδος]] σπαργάνων ἀνειλόμην», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δεσμά]], ῥάκη»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ [[σπάργανα]]» — η ταπεινή [[καταγωγή]] (<b>Ηρωδιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σπάργανον]] έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. [[σπάργω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[ὄργανον]], [[πήγανον]]). Το ρ. [[σπάργω]] συνδέεται [[προφανώς]] με τα [[σπάρτον]], [[σπεῖρα]], τα οποία ανάγονται σε ένα αμάρτυρο ρ. [[σπείρω]] «[[τυλίγω]], [[περιελίσσω]]», και εμφανίζει δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>γω</i>, πιθ. [[κατά]] το [[εἴργω]]. Συνδέεται [[επίσης]] με το λιθουαν. <i>springstu</i> «πνίγομαι», και με το λετον. <i>sprangat</i> «[[περισφίγγω]]»]. | ||
}} | }} |