φαινόλης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de casaque <i>ou</i> de manteau qui couvrait le haut du corps et des bras.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> paenula.
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de casaque <i>ou</i> de manteau qui couvrait le haut du corps et des bras.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> [[paenula]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαινόλης:''' ου ὁ (лат. [[paenula]]) фелонь (род плаща) NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 9: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[φαινόλας]] και [[φαινούλης]] και [[φενόλης]], ὁ, Α<br />χοντρό [[πανωφόρι]] που φορούσαν [[πάνω]] από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. [[φαινόλη]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. [[φαίνω]] με το [[επίθημα]] -<i>όλης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>, <i>σκωπτ</i>-<i>όλης</i>). Δυσερμήνευτη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[φαίνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το θηλ. [[φαινόλις]], του οποίου η [[ένταξη]] στην [[οικογένεια]] του [[φαίνω]] δεν γεννά σημασιολογικά προβλήματα. Από τον τ. [[φαινόλης]] προήλθε, με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων, ο τ. [[φαιλόνης]], από όπου και ο τ. <i>φαιλόνι</i>(<i>ον</i>), που διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική].
|mltxt=και δωρ. τ. [[φαινόλας]] και [[φαινούλης]] και [[φενόλης]], ὁ, Α<br />χοντρό [[πανωφόρι]] που φορούσαν [[πάνω]] από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. [[φαινόλη]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. [[φαίνω]] με το [[επίθημα]] -<i>όλης</i> ([[πρβλ]]. [[μαινόλης]], [[σκωπτόλης]]). Δυσερμήνευτη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[φαίνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το θηλ. [[φαινόλις]], του οποίου η [[ένταξη]] στην [[οικογένεια]] του [[φαίνω]] δεν γεννά σημασιολογικά προβλήματα. Από τον τ. [[φαινόλης]] προήλθε, με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων, ο τ. [[φαιλόνης]], από όπου και ο τ. <i>φαιλόνι</i>(<i>ον</i>), που διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαινόλης:''' -ου, ὁ, σχημ. από το Λατ. [[paenula]], [[βαρύ]] [[ένδυμα]] που φοριέται πάνω από τα ρούχα, [[μανδύας]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''φαινόλης:''' -ου, ὁ, σχημ. από το Λατ. [[paenula]], [[βαρύ]] [[ένδυμα]] που φοριέται πάνω από τα ρούχα, [[μανδύας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''φαινόλης:''' ου ὁ (лат. [[paenula]]) фелонь (род плаща) NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj