παλάμη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[απαλάμη]], η (ΑΜ [[παλάμη]])<br /><b>1.</b> η εσωτερική [[επιφάνεια]] του χεριού [[ανάμεσα]] στον καρπό και στα δάχτυλα, η [[χούφτα]] ή [[φούχτα]]<br /><b>2.</b> το [[χέρι]] («[[παλάμη]] δ' ἔχε χάλκεον [[ἔγχος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με το 1/10 του μέτρου, [[μονάδα]] επιφάνειας ίση με το 1/100 του τετραγωνικού μέτρου και [[μονάδα]] όγκου ίση με το 1/1000 του κυβικού μέτρου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[εργαλείο]] που χρησιμεύει ως [[δακτυλήθρα]] για το [[ράψιμο]] τών πανιών του πλοίου, [[βαρδαμάνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 10, 16 εκατοστόμετρα<br /><b>2.</b> βίαιη [[πράξη]]<br /><b>3.</b> [[έργο]] τέχνης<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[τέχνη]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (με θετ. και αρνητική σημ.) [[επινόημα]], [[τέχνασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πυριγενὴς [[παλάμη]]» — το [[ξίφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[παλάμη]] [[πρέπει]] να ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pel</i>-<i>ә</i><sub>2</sub>- «[[πιάτο]], [[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλαστή]], [[πέλαγος]], [[πελανός]], πιθ. [[πλάσσω]], [[πλάξ]]) και εμφανίζει κατάλ. -<i>μη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δραχ</i>-<i>μή</i>, <i>πυγ</i>-<i>μή</i>). Η λ. αντιστοιχεί με τα: λατ. <i>palma</i> «[[παλάμη]]», αρχ. άνω γερμ. <i>folma</i>, αρχ. αγγλ. <i>folm</i>, αγγλ. <i>palm</i>. Παρλλ. [[προς]] το θηλ. [[παλάμη]] [[πρέπει]] να υποτεθεί η ύπαρξη ενός ουδ. ουσ. με θ. σε <i>n</i> <i>πάλαμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[γνώμη]]: [[γνῶμα]], [[μνήμη]]: [[μνῆμα]]), <i>στο</i> οποίο οδηγούν τα συνθ. του τ. <i>ἀ</i>-[[πάλαμνος]] και το επίθ. [[παλαμναῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀτέραμνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τεραμα</i>). Η λ. [[παλάμη]] δηλώνει την [[παλάμη]], το [[χέρι]] που δρα, που ενεργεί, και χρησιμοποιείται μετωνυμικώς για τις σημ. «[[δύναμη]], [[ικανότητα]]» και ιδιαίτερα αναφορικά [[προς]] τις ευεργετικές ή καταστρεπτικές ενέργειες τών θεών. Η λ., [[τέλος]], διακρίνεται από τη λ. [[χείρ]] «[[χέρι]]», η οποία, όμως, χρησιμοποιείται [[επίσης]] για να δηλώσει μτφ. τη [[δύναμη]]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>ναυτ.</b> [[μίγμα]] από [[πίσσα]], [[λίπος]] και [[θειάφι]] με το οποίο επαλείφουν [[συνήθως]] τα ύφαλα τών ξύλινων πλοίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[παλαμάρω]] (ΙΙ)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[απαλάμη]], η (ΑΜ [[παλάμη]])<br /><b>1.</b> η εσωτερική [[επιφάνεια]] του χεριού [[ανάμεσα]] στον καρπό και στα δάχτυλα, η [[χούφτα]] ή [[φούχτα]]<br /><b>2.</b> το [[χέρι]] («[[παλάμη]] δ' ἔχε χάλκεον [[ἔγχος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με το 1/10 του μέτρου, [[μονάδα]] επιφάνειας ίση με το 1/100 του τετραγωνικού μέτρου και [[μονάδα]] όγκου ίση με το 1/1000 του κυβικού μέτρου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[εργαλείο]] που χρησιμεύει ως [[δακτυλήθρα]] για το [[ράψιμο]] τών πανιών του πλοίου, [[βαρδαμάνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 10, 16 εκατοστόμετρα<br /><b>2.</b> βίαιη [[πράξη]]<br /><b>3.</b> [[έργο]] τέχνης<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[τέχνη]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (με θετ. και αρνητική σημ.) [[επινόημα]], [[τέχνασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πυριγενὴς [[παλάμη]]» — το [[ξίφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[παλάμη]] [[πρέπει]] να ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pel</i>-<i>ә</i><sub>2</sub>- «[[πιάτο]], [[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλαστή]], [[πέλαγος]], [[πελανός]], πιθ. [[πλάσσω]], [[πλάξ]]) και εμφανίζει κατάλ. -<i>μη</i> ([[πρβλ]]. [[δραχμή]], [[πυγμή]]). Η λ. αντιστοιχεί με τα: λατ. <i>palma</i> «[[παλάμη]]», αρχ. άνω γερμ. <i>folma</i>, αρχ. αγγλ. <i>folm</i>, αγγλ. <i>palm</i>. Παρλλ. [[προς]] το θηλ. [[παλάμη]] [[πρέπει]] να υποτεθεί η ύπαρξη ενός ουδ. ουσ. με θ. σε <i>n</i> <i>πάλαμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[γνώμη]]: [[γνῶμα]], [[μνήμη]]: [[μνῆμα]]), <i>στο</i> οποίο οδηγούν τα συνθ. του τ. <i>ἀ</i>-[[πάλαμνος]] και το επίθ. [[παλαμναῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀτέραμνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τεραμα</i>). Η λ. [[παλάμη]] δηλώνει την [[παλάμη]], το [[χέρι]] που δρα, που ενεργεί, και χρησιμοποιείται μετωνυμικώς για τις σημ. «[[δύναμη]], [[ικανότητα]]» και ιδιαίτερα αναφορικά [[προς]] τις ευεργετικές ή καταστρεπτικές ενέργειες τών θεών. Η λ., [[τέλος]], διακρίνεται από τη λ. [[χείρ]] «[[χέρι]]», η οποία, όμως, χρησιμοποιείται [[επίσης]] για να δηλώσει μτφ. τη [[δύναμη]]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>ναυτ.</b> [[μίγμα]] από [[πίσσα]], [[λίπος]] και [[θειάφι]] με το οποίο επαλείφουν [[συνήθως]] τα ύφαλα τών ξύλινων πλοίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[παλαμάρω]] (ΙΙ)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm