3,277,637
edits
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[νουρά]] και ορά, η (ΑΜ [[οὐρά]], Α ιων. τ. οὐρή)<br /><b>1.</b> το τελικό [[άκρο]] του κορμού του σώματος, συν. επίμηκες και ευκίνητο, το οποίο αποτελεί [[προέκταση]] της σπονδυλικής στήλης ή οποιαδήποτε λεπτή σωματική [[προέκταση]] ενός ζώου που μοιάζει με τη [[δομή]] αυτή<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[στράτευμα]] σε [[πορεία]]) [[οπισθοφυλακή]], [[ουραγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[ουρά]] ή αποτελεί το ακραίο [[τμήμα]] ενός αντικειμένου (α. «η [[ουρά]] του αεροπλάνου» β. «η [[ουρά]] του νυφικού»)<br /><b>2.</b> το τελευταίο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] σε μία [[σειρά]] («[[ουρά]] της [[φάλαγγας]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> τα υγρά υπολείμματα που προκύπτουν [[κατά]] την [[παραγωγή]] της αιθυλικής αλκοόλης, δηλ. του οινοπνεύματος, με τη [[διαδικασία]] της αλκοολικής ζύμωσης σακχαρούχων διαλυμάτων και της απόσταξής τους, και τα οποία αποτελούνται [[κυρίως]] από ζυμέλαια<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]]<br /><b>5.</b> (για καρπό) [[μίσχος]], [[κοτσάνι]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σειρά]] ανθρώπων που στέκονται με [[τάξη]] και περιμένουν για [[κάτι]]<br />β) ο [[αχώριστος]] [[φίλος]] ενός ατόμου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ψέματα με [[ουρά]]» — τερατώδη ψέματα<br />β) «[[λίρα]] (ή [[παράς]]) με [[ουρά]]» — άφθονα χρήματα<br />γ) «έχει [[ψείρα]] με [[ουρά]]» — [[είναι]] [[γεμάτος]] ψείρες<br />δ) «κουνάει την [[ουρά]] της»<br />(για [[γυναίκα]]) προκαλεί ερωτικά<br />ε) «χώνει [[παντού]] την [[ουρά]] του» — αναμιγνύεται [[παντού]] και [[ιδίως]] σε υποθέσεις άλλων<br />στ) «μού έγινε [[ουρά]]» — μέ ακολουθεί [[παντού]] και [[πάντα]], έχει γίνει η [[σκιά]] μου<br />ζ) «[[κάνω]] [[ουρά]]» — [[περιμένω]] στη [[σειρά]]<br />η) «έχει κομμένη την [[ουρά]] του» — έχασε τη [[δύναμη]], το [[θράσος]] ή την [[αλαζονεία]] του<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «[[πίσω]] έχει η [[αχλάδα]] την [[ουρά]] της» — οι δυσχέρειες ή οι αρνητικές επιπτώσεις μιας κατάστασης φαίνονται αργότερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως ευφ.) το [[αιδοίο]]<br /><b>2.</b> η αριστερή [[πτέρυγα]] [[φάλαγγας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ρήματος οὐρή» — η ηχώ του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οὐρά]], πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρσά</i> (<b>πρβλ.</b> [[κουρά]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορσά</i>) ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρσjά</i>, ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ers</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>err</i> «[[ουρά]]»)και συνδέεται με τη λ. [[ὄρρος]] «γλουτοί, οπίσθια» ( | |mltxt=και [[νουρά]] και ορά, η (ΑΜ [[οὐρά]], Α ιων. τ. οὐρή)<br /><b>1.</b> το τελικό [[άκρο]] του κορμού του σώματος, συν. επίμηκες και ευκίνητο, το οποίο αποτελεί [[προέκταση]] της σπονδυλικής στήλης ή οποιαδήποτε λεπτή σωματική [[προέκταση]] ενός ζώου που μοιάζει με τη [[δομή]] αυτή<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[στράτευμα]] σε [[πορεία]]) [[οπισθοφυλακή]], [[ουραγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[ουρά]] ή αποτελεί το ακραίο [[τμήμα]] ενός αντικειμένου (α. «η [[ουρά]] του αεροπλάνου» β. «η [[ουρά]] του νυφικού»)<br /><b>2.</b> το τελευταίο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] σε μία [[σειρά]] («[[ουρά]] της [[φάλαγγας]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> τα υγρά υπολείμματα που προκύπτουν [[κατά]] την [[παραγωγή]] της αιθυλικής αλκοόλης, δηλ. του οινοπνεύματος, με τη [[διαδικασία]] της αλκοολικής ζύμωσης σακχαρούχων διαλυμάτων και της απόσταξής τους, και τα οποία αποτελούνται [[κυρίως]] από ζυμέλαια<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]]<br /><b>5.</b> (για καρπό) [[μίσχος]], [[κοτσάνι]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σειρά]] ανθρώπων που στέκονται με [[τάξη]] και περιμένουν για [[κάτι]]<br />β) ο [[αχώριστος]] [[φίλος]] ενός ατόμου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ψέματα με [[ουρά]]» — τερατώδη ψέματα<br />β) «[[λίρα]] (ή [[παράς]]) με [[ουρά]]» — άφθονα χρήματα<br />γ) «έχει [[ψείρα]] με [[ουρά]]» — [[είναι]] [[γεμάτος]] ψείρες<br />δ) «κουνάει την [[ουρά]] της»<br />(για [[γυναίκα]]) προκαλεί ερωτικά<br />ε) «χώνει [[παντού]] την [[ουρά]] του» — αναμιγνύεται [[παντού]] και [[ιδίως]] σε υποθέσεις άλλων<br />στ) «μού έγινε [[ουρά]]» — μέ ακολουθεί [[παντού]] και [[πάντα]], έχει γίνει η [[σκιά]] μου<br />ζ) «[[κάνω]] [[ουρά]]» — [[περιμένω]] στη [[σειρά]]<br />η) «έχει κομμένη την [[ουρά]] του» — έχασε τη [[δύναμη]], το [[θράσος]] ή την [[αλαζονεία]] του<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «[[πίσω]] έχει η [[αχλάδα]] την [[ουρά]] της» — οι δυσχέρειες ή οι αρνητικές επιπτώσεις μιας κατάστασης φαίνονται αργότερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως ευφ.) το [[αιδοίο]]<br /><b>2.</b> η αριστερή [[πτέρυγα]] [[φάλαγγας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ρήματος οὐρή» — η ηχώ του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οὐρά]], πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρσά</i> (<b>πρβλ.</b> [[κουρά]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορσά</i>) ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρσjά</i>, ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ers</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>err</i> «[[ουρά]]»)και συνδέεται με τη λ. [[ὄρρος]] «γλουτοί, οπίσθια» ([[πρβλ]]. [[ορσοδάκνη]], [[ορσολόπος]]). Η [[αναγωγή]] [[ωστόσο]] τών τ. [[οὐρά]] και [[ὄρρος]] σε αμάρτυρους αρχικούς τ. <i>ὀρσά</i> και <i>ὄρσος</i>, αντίστοιχα, γεννά [[σοβαρά]] φωνολογικά προβλήματα σχετικά με τη [[συμπεριφορά]] του συμπλέγματος -<i>ρσ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. <i>όρρος</i>). Ο νεοελλ. τ. [[νουρά]] έχει προέλθει από τη [[συμπροφορά]] του άρθρου <i>την</i> με τη λ. [[ουρά]]]. | ||
}} | }} |