3,274,216
edits
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. [[χελιδών]], ὁ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> το [[πουλί]] [[χελιδόνι]]<br /><b>2.</b> το τριγωνικό [[κενό]] στο [[κάτω]] και οπίσθιο [[μέρος]] της οπλής του αλόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μικρό τριγωνικό [[κενό]] στο οπίσθιο [[μέρος]] του πέλματος του σκύλου<br /><b>2.</b> η μικρή [[κοιλότητα]] [[πάνω]] από την [[καμπή]] του αγκώνα του ανθρώπου<br /><b>3.</b> το [[χελιδονόψαρο]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) «χελιδὼν καὶ τῶν τὸ [[μόριον]]» <br />β) «λέγεται δὲ χελιδὼν καὶ ἡ ναῦς ἡ τοὺς εἰς Μασσαλίαν διακομίσασα»<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[άτομο]] που μιλάει βαρβαρική, ακατανόητη [[γλώσσα]], [[βάρβαρος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «χελιδόνος [[δίκην]]»<br />(ως [[χαρακτηρισμός]] βαρβαρικών γλωσσών) [[ακατανόητος]], [[ξένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «χελιδόνων μουσεῖα»<br />i) λεγόταν για εκφράσεις και λόγους που περιείχαν πολλούς βαρβαρισμούς και είχαν ύφος κουραστικό και ασαφές<br />ii) [[άτομο]] που εκφραζόταν με τον τρόπο αυτό (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ» — ένα [[χελιδόνι]] δεν φέρνει την [[άνοιξη]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>δών</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων ( | |mltxt=-όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. [[χελιδών]], ὁ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> το [[πουλί]] [[χελιδόνι]]<br /><b>2.</b> το τριγωνικό [[κενό]] στο [[κάτω]] και οπίσθιο [[μέρος]] της οπλής του αλόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μικρό τριγωνικό [[κενό]] στο οπίσθιο [[μέρος]] του πέλματος του σκύλου<br /><b>2.</b> η μικρή [[κοιλότητα]] [[πάνω]] από την [[καμπή]] του αγκώνα του ανθρώπου<br /><b>3.</b> το [[χελιδονόψαρο]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) «χελιδὼν καὶ τῶν τὸ [[μόριον]]» <br />β) «λέγεται δὲ χελιδὼν καὶ ἡ ναῦς ἡ τοὺς εἰς Μασσαλίαν διακομίσασα»<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[άτομο]] που μιλάει βαρβαρική, ακατανόητη [[γλώσσα]], [[βάρβαρος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «χελιδόνος [[δίκην]]»<br />(ως [[χαρακτηρισμός]] βαρβαρικών γλωσσών) [[ακατανόητος]], [[ξένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «χελιδόνων μουσεῖα»<br />i) λεγόταν για εκφράσεις και λόγους που περιείχαν πολλούς βαρβαρισμούς και είχαν ύφος κουραστικό και ασαφές<br />ii) [[άτομο]] που εκφραζόταν με τον τρόπο αυτό (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ» — ένα [[χελιδόνι]] δεν φέρνει την [[άνοιξη]] (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>δών</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων ([[πρβλ]]. [[ἀνθηδών]], [[τερηδών]]). Η γρφ. του ανθρωπωνυμίου <i>ΧελιδFών</i> στην [[επιγραφή]] της Αιτωλίας παραμένει αμφβλ. και [[πρέπει]] [[μάλλον]] να θεωρηθεί εσφ., [[αφού]] το [[σύμπλεγμα]] -<i>δF</i>- [[είναι]] μοναδικό στην Ελληνική και μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως ψευδοαρχαϊσμός. Συχνά η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>- «[[φωνάζω]], [[θορυβώ]]» και συνδέεται με τον τ. [[κίχλη]] «[[είδος]] ωδικού πτηνού» και τα γερμ. <i>Ν</i><i>achtigall</i>, αγγλ. <i>nightingale</i> «[[αηδόνι]]». Επικρατέστερη, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το αντίστοιχο λατ. <i>hirund</i><i>ō</i>, [[μαζί]] με το οποίο αποτελούν παρλλ. δάνεια άγνωστης προέλευσης. Ορισμένοι, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι οι δύο τ. έχουν σχηματιστεί με [[ανομοίωση]], το μεν [[χελιδών]] <span style="color: red;"><</span> <i>χενινδFων</i>, το δε <i>hirund</i><i>ō</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hinund</i><i>ō</i>. Τέλος, η [[σύνδεση]] της λ. με το ασσυρ. <i>hinundu</i> ή ακκαδ. <i>sinuntu</i> «[[χελιδόνι]]» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |