ξυλολάτρης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλολάτρης]], ὁ (Μ)<br />(ως [[προσωνυμία]] που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς της λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάτρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ειδωλο</i>-[[λάτρης]])].
|mltxt=[[ξυλολάτρης]], ὁ (Μ)<br />(ως [[προσωνυμία]] που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς της λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάτρης]] ([[πρβλ]]. [[ειδωλολάτρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

ξυλολάτρης, ὁ (Μ)
(ως προσωνυμία που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς της λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].