υδεριώδης: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α<br />αυτός που πάσχει από [[υδρωπικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιώδης]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοπ</i>-[[ιώδης]])].
|mltxt=-ῶδες, Α<br />αυτός που πάσχει από [[υδρωπικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιώδης]] ([[πρβλ]]. [[κοπιώδης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
αυτός που πάσχει από υδρωπικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδερος + κατάλ. -ιώδης (πρβλ. κοπιώδης)].