3,274,831
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[χειμών]], -ῶνος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (αστρον.-μετεωρ.) η ψυχρότερη [[εποχή]] του έτους, η οποία ακολουθεί την [[εποχή]] του φθινοπώρου και προηγείται της εποχής της άνοιξης<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) πολύ [[ψυχρός]], [[θυελλώδης]] [[καιρός]], [[βαρυχειμωνιά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> τα [[γηρατειά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πλήθος]] δεινών, συμφορών («οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν [[τρικυμία]] ἔπεισ' [[ἄφυκτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[μανία]], [[τρέλα]] («[[Αἴας]] θολερῷ | |mltxt=ο / [[χειμών]], -ῶνος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (αστρον.-μετεωρ.) η ψυχρότερη [[εποχή]] του έτους, η οποία ακολουθεί την [[εποχή]] του φθινοπώρου και προηγείται της εποχής της άνοιξης<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) πολύ [[ψυχρός]], [[θυελλώδης]] [[καιρός]], [[βαρυχειμωνιά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> τα [[γηρατειά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πλήθος]] δεινών, συμφορών («οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν [[τρικυμία]] ἔπεισ' [[ἄφυκτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[μανία]], [[τρέλα]] («[[Αἴας]] θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) δυσάρεστη [[τροπή]], [[δυσχερής]] [[κατάσταση]] («ἐν σάλῳ μεγάλῳ καὶ χειμώνι τῶν πραγμάτων φερομένων», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) σφοδρό [[ψυχικό]] ή σωματικό [[πάθος]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[αιτία]] δεινών («χειμὼν κατ' οἴκους ἀνδράσιν κακὴ [[γυνή]]», Μέν.)<br />ii) αυτός που προξενεί καταθλιπτικά αισθήματα στα αγαπημένα του πρόσωπα<br />στ) (για [[μάχη]]) [[σφοδρότητα]] («δορὸς... ἐν χειμῶνι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> ο Βορράς<br /><b>3.</b> (η δοτ., η γεν. και η αιτ. ως επίρρ.) <i>χειμῶνι</i> και <i>χειμῶνος</i> και <i>χειμῶνα</i><br />(με χρον. σημ.) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τοῦ χειμῶνος» — [[κατά]] τη χειμερινή περίοδο (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «χειμὼν [[νοτερός]]» — [[σφοδρός]] [[άνεμος]] με [[βροχή]] (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «ὑπὸ τῶν χειμώνων» — λόγω τών τρικυμιών (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χειμών]] και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghey</i>- «[[χειμώνας]], [[χιόνι]]» και έχουν σχηματιστεί από μία [[μορφή]] <i>ghei</i>-<i>m</i>- / <i>ghy</i>-<i>em</i>- της αρχικής ρίζας (με έρρινο [[ένθημα]] -<i>m</i>-), με διάφορες μεταπτώσεις στον φωνηεντισμό και με διαφορετικά επιθήματα. Ειδικότερα, ο τ. [[χειμών]], -<i>ῶνος</i> έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] <i>gheim</i>- με [[επίθημα]] -<i>ων</i> (IE -<i>ĕn</i> / -<i>ŏn</i>) και μπορεί να συνδεθεί με τα αρχ. ινδ. <i>heman</i> «[[κατά]] τον χειμώνα» και <i>heman</i>-<i>t</i>-<i>ah</i> «[[χειμώνας]]» (με [[επέκταση]] -<i>t</i>-). Με το ίδιο [[επίθημα]], [[αλλά]] στη συνεσταλμένη του [[μορφή]] -<i>n</i>- έχει σχηματιστεί ο τ. [[χεῖμα]], <i>χείματος</i>. Παρλλ. [[προς]] τους δύο αυτούς τ. με [[επίθημα]] σε -<i>n</i>-, απαντούν και τ. που εμφανίζουν [[επίθημα]] σε -<i>r</i>- (<b>πρβλ.</b> [[χειμέριος]], [[χειμερινός]], λατ. <i>hibernus</i>, αρμ. <i>jmern</i>), με τη γνωστή [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων σε -<i>n</i>-και -<i>r</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὕπνος]]: [[ὕπαρ]]). Λιγότερο πιθανή θεωρείται η [[ερμηνεία]] του τ. [[χειμερινός]] μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>χειμενι</i>-<i>νο</i>-<i>ς</i> (<span style="color: red;"><</span> τ. τοπικής πτώσης <i>χειμενι</i>) με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>ρ</i>-. Από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>χῐμ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ghim</i>-) έχουν σχηματιστεί οι τ. [[χίμετλον]], [[χίμαιρα]] και ορισμένα σύνθ. σε -<i>χιμος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>μελάγ</i>-<i>χιμος</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>hima</i>- «[[κρύο]], [[χιόνι]]», <i>him</i><i>ā</i>- «[[χειμώνας]]»). Τέλος, από τη [[μορφή]] <i>gh</i>(<i>i</i>)<i>yem</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>hiems</i> «[[χειμώνας]]», αρμ. <i>jiwn</i> «[[χιόνι]]») με εκτεταμένο - ετεροιωμένο το [[φωνήεν]] έχει προέλθει ο τ. [[χιών]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>χιωμ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ghiy</i><i>ō</i><i>m</i>), με τη χαρακτηριστική για την Ελληνική [[τροπή]] του ΙΕ ληκτικού -<i>m</i>- σε -<i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>εἷς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ενς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>sem</i>-, [[χθών]] [[αντί]] <i>χθωμ</i>, <b>πρβλ.</b> [[χθαμαλός]]). Οι τ. [[χεῖμα]] και [[χειμών]] απαντούν ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές: <i>χειμα</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χειμά</i>-<i>ρρους</i> / [[χείμα]]-<i>ρρος</i>), <i>χειμ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. [[χειμάμννα]], [[χειμοθνής]]), <i>χειμη</i>- (στον τ. [[χειμήβοτος]]) και <i>χειμωνο</i>- ([[πρβλ]]. [[χειμωνοτύπος]]) και ως β' συνθετικό με τις μορφές: -<i>χείματος</i>, -<i>χείμων</i> και -<i>χειμερος</i> (από το θ. με -<i>ρ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[χειμερινός]])]. | ||
}} | }} |