ματαιοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ματαιοκόπος''': -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.
|lstext='''ματαιοκόπος''': -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιοκόπος]], -ον (Μ) αυτός που [[μάταια]] κοπιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] ([[πρβλ]]. [[λαμνοκόπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ματαιοκόπος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.

Greek Monolingual

ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνοκόπος)].