πτερνιστήρας: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πτερνιστήρ]], -ῆρος, ΝΜ, και [[πτερνιστήρα]] και [[φτερνιστήρα]], ἡ, Μ<br />μεταλλικό [[αντικείμενο]] που προσαρμόζεται στη [[φτέρνα]] τών [[υποδημάτων]] τών ιππέων και το οποίο έχει [[αιχμή]] ή τροχίσκο στο εξωτερικό του [[άκρο]], με τα οποία κεντά ο [[αναβάτης]] το [[υποζύγιο]] για να τρέξει, κν. [[σπιρούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερνίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>(<i>ας</i>), <b>πρβλ.</b> <i>σωφρονισ</i>-<i>τήρ</i>].
|mltxt=ο / [[πτερνιστήρ]], -ῆρος, ΝΜ, και [[πτερνιστήρα]] και [[φτερνιστήρα]], ἡ, Μ<br />μεταλλικό [[αντικείμενο]] που προσαρμόζεται στη [[φτέρνα]] τών [[υποδημάτων]] τών ιππέων και το οποίο έχει [[αιχμή]] ή τροχίσκο στο εξωτερικό του [[άκρο]], με τα οποία κεντά ο [[αναβάτης]] το [[υποζύγιο]] για να τρέξει, κν. [[σπιρούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερνίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>(<i>ας</i>), [[πρβλ]]. [[σωφρονιστήρ]]].
}}
{{ls
|lstext='''πτερνιστήρ''': ῆρος, ὁ, τὸ [[σιδήριον]] τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν πτέρναν τῶν ὑποδημάτων, [[κυρίως]] τῶν ἱππέων [[ὅπως]] δι’ αὐτῶν κεντῶσι τοὺς ἵππους, Λέοντ. Τακτ. 6, 4,
}}
{{trml
|trtx====[[spur]]===
Albanian: mamuz; Arabic: مِهْمَاز‎; Armenian: խթան; Assamese: আল; Azerbaijani: mahmız; Belarusian: шпора, астрога; Bulgarian: шпора; Catalan: esperó; Chinese Mandarin: 馬刺, 马刺; Czech: ostruha; Danish: spore; Dutch: [[spoor]]; Esperanto: sprono; Estonian: kannus; Finnish: kannus; French: [[éperon]]; Galician: espora; German: [[Sporn]]; Greek: [[σπιρούνι]], [[σπηρούνι]], [[σπερούνι]], [[πτερνιστήρας]], [[φτερνιστήρας]], [[φτερνιστήρι]], [[πτερνιστήρ]]; Ancient Greek: [[κέντρον]], [[μύωψ]], [[πλῆκτρον]], [[πλᾶκτρον]]; Hebrew: דורבן / דָּרְבָּן‎; Hindi: महमेज़; Hungarian: sarkantyú; Irish: spor, brod; Italian: [[sperone]]; Japanese: 拍車; Kazakh: өкшелік; Khmer: ក្រចាប់; Korean: 박차; Kyrgyz: шпора; Latin: [[calcar]]; Macedonian: мамуза; Malay: pacu; Maori: kipa; Middle English: spore; Mongolian: түлхэц; Norwegian Bokmål: spore; Nynorsk: spore; Occitan: esperon; Pashto: مهميز‎; Persian: مهمیز‎, اسب انگیز‎; Polish: ostroga; Portuguese: [[espora]]; Romanian: pinten; Russian: [[шпора]]; Serbo-Croatian Cyrillic: мамуза, оструга; Roman: mamuza, ostruga; Slovak: ostroha; Slovene: ostroga; Spanish: [[espuela]]; Swedish: sporre; Tagalog: tari, espuwelas; Tajik: маҳмез; Tibetan: རྟིང་ལྕགས; Turkish: mahmuz; Ukrainian: острога, шпора; Urdu: مہمیز‎; Uzbek: shpora, mahmez; Welsh: sbardun, ysbardun
}}
}}