τετράφυλος: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />ο διαιρεμένος σε [[τέσσερεις]] φυλές, ο αποτελούμενος από [[τέσσερεις]] φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν [[εἶναι]], τρίφυλον οὖσαν [[τέως]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]] / [[φυλή]]), | |mltxt=-ον, Α<br />ο διαιρεμένος σε [[τέσσερεις]] φυλές, ο αποτελούμενος από [[τέσσερεις]] φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν [[εἶναι]], τρίφυλον οὖσαν [[τέως]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]] / [[φυλή]]), [[πρβλ]]. [[δεκάφυλος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:47, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, divided into four tribes, Hdt.5.66, D.H.4.14.
German (Pape)
[Seite 1100] in vier Zünfte od. Tribus getheilt, Her. 5, 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en quatre tribus.
Étymologie: τέτταρες, φυλή.
Russian (Dvoretsky)
τετράφῡλος: (ᾰ) разделенный (первоначально) на четыре филы (Ἀθηναῖοι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράφῡλος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 5. 66, Διον. Ἁλ. 4. 14.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ.
β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φυλος (< φῦλον / φυλή), πρβλ. δεκάφυλος].
Greek Monotonic
τετράφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που έχει διαιρεθεί σε τέσσερις φυλές, σε Ηρόδ.