υστερόποινος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]] πολύ [[μετά]] από τη [[διάπραξη]] ενός αδικήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀξιό</i>-<i>ποινος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]] πολύ [[μετά]] από τη [[διάπραξη]] ενός αδικήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), [[πρβλ]]. [[ἀξιόποινος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιόποινος].