ολιγηπελία: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγηπελία]], ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) [[ολιγηπελής]]<br />[[αδυναμία]], [[ατονία]], [[λιποθυμία]].
|mltxt=[[ὀλιγηπελία]], ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) [[ολιγηπελής]]<br />[[αδυναμία]], [[ατονία]], [[λιποθυμία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ολῐγηπελία:''' эп. ὀλῐγηπελίη ἡ [[бессилие]], [[слабость]], [[изнуренность]] Hom.
}}
}}

Latest revision as of 08:23, 11 May 2023

Greek Monolingual

ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.

Russian (Dvoretsky)

ολῐγηπελία: эп. ὀλῐγηπελίη ἡ бессилие, слабость, изнуренность Hom.