ποθεινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ποθινός]], Α<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] πόθο (α. «[[νέον]] έαρ ποθεινόν», Βυζυην.) β. «ποθεινὸς [[ἔρος]]», Σαπφ.)<br /><b>2.</b> ο [[περιπόθητος]], ο [[πάρα]] πολύ [[επιθυμητός]] (α. «ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι», Παπαδ.<br />β. «χρυσὸς ποθεινὸν [[κτῆμα]] τοῖς βροτοῖς» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει) ο [[πολυαγαπημένος]], αυτός τον οποίο θυμάται [[κανείς]] με [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]] (α. «παῑς... πατρὶ [[ποθεινός]]», <b>Ευρ.</b> β. «οἵ... ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ποθεινὰ δάκρυα» — δάκρυα από [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]]<br />β) «ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]]» — [[συμφορά]] που φέρνει, που προκαλεί δάκρυα αγάπης και νοσταλγίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποθεινώς</i> / <i>ποθεινῶς</i> ΝΜΑ<br />με πόθο, με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>εινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αλγ</i>-<i>εινός</i>). Ο τ. [[ποθινός]] [[είναι]] [[υστερογενής]], σχηματισμένος [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ινός</i> προκειμένου να [[είναι]] βραχύ το -<i>ι</i>- του τ.].
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ποθινός]], Α<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] πόθο (α. «[[νέον]] έαρ ποθεινόν», Βυζυην.) β. «ποθεινὸς [[ἔρος]]», Σαπφ.)<br /><b>2.</b> ο [[περιπόθητος]], ο [[πάρα]] πολύ [[επιθυμητός]] (α. «ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι», Παπαδ.<br />β. «χρυσὸς ποθεινὸν [[κτῆμα]] τοῖς βροτοῖς» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει) ο [[πολυαγαπημένος]], αυτός τον οποίο θυμάται [[κανείς]] με [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]] (α. «παῑς... πατρὶ [[ποθεινός]]», <b>Ευρ.</b> β. «οἵ... ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ποθεινὰ δάκρυα» — δάκρυα από [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]]<br />β) «ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]]» — [[συμφορά]] που φέρνει, που προκαλεί δάκρυα αγάπης και νοσταλγίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποθεινώς</i> / <i>ποθεινῶς</i> ΝΜΑ<br />με πόθο, με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>εινός</i> ([[πρβλ]]. [[αλγεινός]]). Ο τ. [[ποθινός]] [[είναι]] [[υστερογενής]], σχηματισμένος [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ινός</i> προκειμένου να [[είναι]] βραχύ το -<i>ι</i>- του τ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm