Ιθακήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)<br />ο [[κάτοικος]] της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ιθάκη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (πρβλ. <i>βουν</i>-<i>ήσιος</i>, <i>καμπ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)<br />ο [[κάτοικος]] της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ιθάκη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[βουνήσιος]], [[καμπήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 19 May 2023

Greek Monolingual

και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)
ο κάτοικος της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ιθάκη + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος, καμπήσιος)].