τριπτήριον: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triptirion
|Transliteration C=triptirion
|Beta Code=tripth/rion
|Beta Code=tripth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rubbing tool</b>, Gloss. (pl.).</span>
|Definition=τό, [[rubbing tool]], ''Glossaria'' (pl.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.
|lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α·][[τριπτήρ]]<br />όργανο για το [[τρίψιμο]] του σώματος στο [[λουτρό]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Reibezeug]]</i>, zweifelhaft.
}}
}}