τριπτήριον

English (LSJ)

τό, rubbing tool, Glossaria (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α·]τριπτήρ
όργανο για το τρίψιμο του σώματος στο λουτρό.

German (Pape)

τό, Reibezeug, zweifelhaft.