3,272,958
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatikos | |Transliteration C=somatikos | ||
|Beta Code=swmatiko/s | |Beta Code=swmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=σωματική, σωματικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for the [[body]], [[bodily]], opp. [[ψυχικός]], ἔργα [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1101b33; [[πάθη]] ib. 1173b9; [[ἡδοναί]] ib.1104b5; <b class="b3">τὰ σ. ἡδέα</b> ib.1152a5; πόνοι ''SIG''708.11 (Istropolis, ii B.C.); ἐργασίαι ''PFay.''21.10 (ii A.D.); [[ἀσθένεια]] ''BGU'' 1773.13 (i B.C.), ''PFlor.''51.5 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[bodily]], [[corporeal]], opp. [[ἀσώματος]], Arist. ''de An.''404b31, cf. ''Metaph.''987a4, ''Ph.''214a12, Ti. Locr.96a; <b class="b3">σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου</b> gave [[somatic]] [[application]] (cf. [[μελοθεσία]] 1.1) to.., Rhetor.in ''Cat. Cod.Astr''.1.143: Comp. σωματικώτερος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.14.3: Sup. σωματικώτατος Id.''Sens.''37. Adv. [[σωματικῶς]] = [[corporeally]], Ph.1.484, ''Ep.Col.''2.9, Plu.2.424e; [[ἀργυρικῶς]] ἢ [[σωματικῶς]] κολασθήσεται ''OGI''664.17 (Egypt, iii A.D.): Astrol. [[σωματικῶς]], opp. 'in [[aspect]]', Ptol.''Tetr.''52, 132, 147: Comp. σωματικώτερον S.E.''P.''1.7.<br><span class="bld">3</span> [[forming a corpus]], αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις D.L.7.198. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le corps, corporel.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le corps]], [[corporel]].<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σωμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''σωμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[телесный]], [[плотский]], [[физический]] (ἔργα, [[ἡδέα]] Arst.; [[ῥώμη]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[вещественный]], [[материальный]] ([[οὐσία]] Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=σωματική, σωματικον ([[σῶμα]]), from [[Aristotle]] | |txtha=σωματική, σωματικον ([[σῶμα]]), from [[Aristotle]] down, "[[corporeal]] (Vulg. corporalis), [[bodily]];<br /><b class="num">a.</b> having a [[bodily]] [[form]] or [[nature]]": σωματικῷ εἴδει, [[ἀσώματος]], [[Philo]] de opif. mund. § 4).<br /><b class="num">b.</b> pertaining to the [[body]]: ἡ [[γυμνασία]], [[ἕξις]], Josephus, b. j. 6,1, 6: ἐπιθυμίαι σωματικαί, ἐπιθυμίαι καί ἡδοναι, [[Aristotle]], eth. Nic. 7,7, p. 1149b, 26; others; ἀπέχου τῶν σαρκικῶν καί σωματικῶν σπιθυμιων, ' Teaching' etc. 1,4 [ET])). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σώμα]], σώματος<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[σώμα]] (α. «σωματική [[διάπλαση]]» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.<br />γ. «πόνοι σωματικοί», <b>επιγρ.</b><br />δ. «σωματικὰ ἔργα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σωματική, υλική [[υπόσταση]] (α. «η σωματική [[παρουσία]] του Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με τις επιθυμίες του σώματος, [[ιδίως]] τις σεξουαλικές (α. «[[σωματικός]] [[έρωτας]]» β. «λῡσον... τοῦ ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ ἁμαρτήματος», Ευχολ.<br />γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.<br />δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωματική [[αγωγή]]» — το [[σύνολο]] τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. [[φυσική]] [[αγωγή]]<br />β) «σωματική βία»<br /><b>(νομ.)</b> η [[κατά]] του σώματος ασκούμενη [[φυσική]] [[δύναμη]] με σκοπό την [[εξουδετέρωση]] της προβαλλόμενης ή της αναμενόμενης αντίστασης του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ασκείται<br />γ) «σωματική [[βλάβη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[κάθε]] μη ηθελημένη σωματική [[κάκωση]] ή [[επέμβαση]] στην εξωτερική [[εμφάνιση]] του ατόμου<br />δ) «σωματική [[έρευνα]]»<br />(ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] την οποία [[είναι]] δυνατόν να ενεργήσει [[οποιοσδήποτε]] [[ανακριτικός]] [[υπάλληλος]], όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί [[ανάκριση]] ή [[προανάκριση]] για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]]<br />ε) «σωματική [[ιδιοσυστασία]] του ανθρώπου»<br />(ανατ.-ανθρωπολ.) το [[σύνολο]] τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου<br />στ) «σωματικά κύτταρα»<br /><b>βιολ.</b> τα κύτταρα του σώματος ενός οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γεννητικά κύτταρα<br />ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»<br /><b>βιολ.</b> γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως [[είναι]] η [[παρασκευή]] κυτταρικών υβριδίων με [[συγχώνευση]] και άλλες τεχνικές<br />η) «σωματκός [[αριθμός]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[βασικός]], [[συνήθως]] διπλοειδής, [[αριθμός]] χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα<br />θ) «σωματική [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> γενετική [[αλλαγή]] που συμβαίνει [[κατά]] τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα [[άτομο]] και έχει ως [[αποτέλεσμα]] την [[τροποποίηση]] του κληρονομικού του υλικού<br />ι) «[[σωματικός]] [[διαχωρισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> [[άνισος]] [[διαχωρισμός]] τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς του ίδιου οργανισμού<br />ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την [[περιφέρεια]] [[προς]] τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια<br />ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, [[εκτός]] του κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα<br />ιγ) «σωματικά συμπτώματα»<br /><b>ιατρ.</b> συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά<br />ιδ) «σωματική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ποινή]] που πλήττει το [[σώμα]] του καταδίκου, όπως [[είναι]] ο ξυλοδαρμός, η [[μαστίγωση]], ο [[ακρωτηριασμός]]<br />ιε) «σωματικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[εικόνα]] που έχει ένα [[άτομο]] για το [[σώμα]] του<br />ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο [[σώμα]] ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους<br /><b>μσν.</b><br />[[στερεός]] («τὰ σωματικὰ τοῦ κόσμου στοιχεῖα», Ειρην.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά και τα αιώνια («[[ὑπεράνω]] μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῖς θεῖα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῦ νοῦ συναπτόμενος», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη [[λογική]] (α. «ὁ σωματικὸς [[θεολόγος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «τοῖς σωματικοῖς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[συγκεκριμένος]], [[φυσικός]] («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῦ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[εξωτερικός]], [[τυπικός]], [[τυπολατρικός]] («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)<br /><b>5.</b> ο [[κατά]] λέξιν, [[κυριολεκτικός]] («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωματικά</i><br />τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά, [[προς]] τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά | |mltxt=-ή, -ό / [[σωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σώμα]], σώματος<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[σώμα]] (α. «σωματική [[διάπλαση]]» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.<br />γ. «πόνοι σωματικοί», <b>επιγρ.</b><br />δ. «σωματικὰ ἔργα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σωματική, υλική [[υπόσταση]] (α. «η σωματική [[παρουσία]] του Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με τις επιθυμίες του σώματος, [[ιδίως]] τις σεξουαλικές (α. «[[σωματικός]] [[έρωτας]]» β. «λῡσον... τοῦ ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ ἁμαρτήματος», Ευχολ.<br />γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.<br />δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωματική [[αγωγή]]» — το [[σύνολο]] τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. [[φυσική]] [[αγωγή]]<br />β) «σωματική βία»<br /><b>(νομ.)</b> η [[κατά]] του σώματος ασκούμενη [[φυσική]] [[δύναμη]] με σκοπό την [[εξουδετέρωση]] της προβαλλόμενης ή της αναμενόμενης αντίστασης του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ασκείται<br />γ) «σωματική [[βλάβη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[κάθε]] μη ηθελημένη σωματική [[κάκωση]] ή [[επέμβαση]] στην εξωτερική [[εμφάνιση]] του ατόμου<br />δ) «σωματική [[έρευνα]]»<br />(ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] την οποία [[είναι]] δυνατόν να ενεργήσει [[οποιοσδήποτε]] [[ανακριτικός]] [[υπάλληλος]], όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί [[ανάκριση]] ή [[προανάκριση]] για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]]<br />ε) «σωματική [[ιδιοσυστασία]] του ανθρώπου»<br />(ανατ.-ανθρωπολ.) το [[σύνολο]] τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου<br />στ) «σωματικά κύτταρα»<br /><b>βιολ.</b> τα κύτταρα του σώματος ενός οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γεννητικά κύτταρα<br />ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»<br /><b>βιολ.</b> γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως [[είναι]] η [[παρασκευή]] κυτταρικών υβριδίων με [[συγχώνευση]] και άλλες τεχνικές<br />η) «σωματκός [[αριθμός]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[βασικός]], [[συνήθως]] διπλοειδής, [[αριθμός]] χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα<br />θ) «σωματική [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> γενετική [[αλλαγή]] που συμβαίνει [[κατά]] τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα [[άτομο]] και έχει ως [[αποτέλεσμα]] την [[τροποποίηση]] του κληρονομικού του υλικού<br />ι) «[[σωματικός]] [[διαχωρισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> [[άνισος]] [[διαχωρισμός]] τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς του ίδιου οργανισμού<br />ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την [[περιφέρεια]] [[προς]] τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια<br />ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, [[εκτός]] του κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα<br />ιγ) «σωματικά συμπτώματα»<br /><b>ιατρ.</b> συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά<br />ιδ) «σωματική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ποινή]] που πλήττει το [[σώμα]] του καταδίκου, όπως [[είναι]] ο ξυλοδαρμός, η [[μαστίγωση]], ο [[ακρωτηριασμός]]<br />ιε) «σωματικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[εικόνα]] που έχει ένα [[άτομο]] για το [[σώμα]] του<br />ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο [[σώμα]] ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους<br /><b>μσν.</b><br />[[στερεός]] («τὰ σωματικὰ τοῦ κόσμου στοιχεῖα», Ειρην.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά και τα αιώνια («[[ὑπεράνω]] μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῖς θεῖα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῦ νοῦ συναπτόμενος», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη [[λογική]] (α. «ὁ σωματικὸς [[θεολόγος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «τοῖς σωματικοῖς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[συγκεκριμένος]], [[φυσικός]] («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῦ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[εξωτερικός]], [[τυπικός]], [[τυπολατρικός]] («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)<br /><b>5.</b> ο [[κατά]] λέξιν, [[κυριολεκτικός]] («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωματικά</i><br />τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά, [[προς]] τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά ποδηγεῖ», Θεοδωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει ένα [[σώμα]], που αποτελεί [[σύνολο]] («αἱ [[σποράδην]] καὶ οὐ σωματικαὶ ζητήσεις», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά σωματικά</i><br />οι σαρκικές επιθυμίες, ο [[ερωτικός]] [[πόθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματικώς</i> / <i>σωματικῶς</i> ΝΜΑ και <i>σωματικά</i> Ν<br /><b>1.</b> ως [[προς]] το [[σώμα]], σε [[αναφορά]] [[προς]] το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> με σωματική [[υπόσταση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με σωματική [[μορφή]], με υλικό τρόπο (α. «εικονίζουν τους αγγέλους σωματικά» β. «σωματικώς, ὡς εικόνισε Μωϋσῆς τὰ χερουβὶμ καὶ ὡς ἑωράθησαν τοῖς ἀξίοις», Ιωάνν. Δαμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> μέσω του σώματος («μὴ ἐνεργούσης ἔτι σωματικῶς τῆς ψυχῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιώντας όρους που αναφέρονται στο [[σώμα]] («μὴ [[τοίνυν]] διὰ τὰ σωματικῶς περὶ τοῦ θεοῦ λεγόμενα, ὡς ἐχώρουν οἱ παλαιοί, [[σῶμα]] τὸν Θεὸν νομίζομεν», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> σχετικά με την ευχαριστιακή, μυστηριακή [[ένωση]] του πιστού με τον Χριστό («γίνεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῖν ὁ [[υἱός]], σωματικῶς μὲν ὡς [[ἄνθρωπος]], συνανακιρνάμενός τε καὶ συνενούμενος δι' εύλογίας τῆς μυστικῆς», Κύρ.)<br /><b>4.</b> [[κατά]] λέξιν, στην [[κυριολεξία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το βαθύτερο [[νόημα]] («ἀληθεύειν σωματικῶς ἅμα καὶ πνευματικῶς», Ωριγ.) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |