σωματικός

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτικός Medium diacritics: σωματικός Low diacritics: σωματικός Capitals: ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sōmatikós Transliteration B: sōmatikos Transliteration C: somatikos Beta Code: swmatiko/s

English (LSJ)

σωματική, σωματικόν,
A of or for the body, bodily, opp. ψυχικός, ἔργα Arist.EN1101b33; πάθη ib. 1173b9; ἡδοναί ib.1104b5; τὰ σ. ἡδέα ib.1152a5; πόνοι SIG708.11 (Istropolis, ii B.C.); ἐργασίαι PFay.21.10 (ii A.D.); ἀσθένεια BGU 1773.13 (i B.C.), PFlor.51.5 (ii A.D.).
2 bodily, corporeal, opp. ἀσώματος, Arist. de An.404b31, cf. Metaph.987a4, Ph.214a12, Ti. Locr.96a; σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου gave somatic application (cf. μελοθεσία 1.1) to.., Rhetor.in Cat. Cod.Astr.1.143: Comp. σωματικώτερος Thphr. CP 1.14.3: Sup. σωματικώτατος Id.Sens.37. Adv. σωματικῶς = corporeally, Ph.1.484, Ep.Col.2.9, Plu.2.424e; ἀργυρικῶςσωματικῶς κολασθήσεται OGI664.17 (Egypt, iii A.D.): Astrol. σωματικῶς, opp. 'in aspect', Ptol.Tetr.52, 132, 147: Comp. σωματικώτερον S.E.P.1.7.
3 forming a corpus, αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις D.L.7.198.

German (Pape)

[Seite 1060] leiblich, körperlich, zum Körper gehörig; οὐσία, Plat. Tim. Locr. 96 a; πάθη, Arist. eth. 10, 3, 6; ῥώμη, δύναμις, Pol. 6, 5, 7. 8, 12, 9 u. öfter. – Adv., Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le corps, corporel.
Étymologie: σῶμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμᾰτικός -ή -όν [σῶμα] lichamelijk.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτικός:
1 телесный, плотский, физический (ἔργα, ἡδέα Arst.; ῥώμη Polyb.);
2 вещественный, материальный (οὐσία Plat.).

English (Strong)

from σῶμα; corporeal or physical: bodily.

English (Thayer)

σωματική, σωματικον (σῶμα), from Aristotle down, "corporeal (Vulg. corporalis), bodily;
a. having a bodily form or nature": σωματικῷ εἴδει, ἀσώματος, Philo de opif. mund. § 4).
b. pertaining to the body: ἡ γυμνασία, ἕξις, Josephus, b. j. 6,1, 6: ἐπιθυμίαι σωματικαί, ἐπιθυμίαι καί ἡδοναι, Aristotle, eth. Nic. 7,7, p. 1149b, 26; others; ἀπέχου τῶν σαρκικῶν καί σωματικῶν σπιθυμιων, ' Teaching' etc. 1,4 [ET])).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σώμα, σώματος
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.
γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ.
δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.)
2. αυτός που έχει σωματική, υλική υπόσταση (α. «η σωματική παρουσία του Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)
3. σχετικός με τις επιθυμίες του σώματος, ιδίως τις σεξουαλικές (α. «σωματικός έρωτας» β. «λῡσον... τοῦ ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ ἁμαρτήματος», Ευχολ.
γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.
δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σωματική αγωγή» — το σύνολο τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. φυσική αγωγή
β) «σωματική βία»
(νομ.) η κατά του σώματος ασκούμενη φυσική δύναμη με σκοπό την εξουδετέρωση της προβαλλόμενης ή της αναμενόμενης αντίστασης του προσώπου εναντίον του οποίου ασκείται
γ) «σωματική βλάβη»
(ποιν. δίκ.) κάθε μη ηθελημένη σωματική κάκωση ή επέμβαση στην εξωτερική εμφάνιση του ατόμου
δ) «σωματική έρευνα»
(ποιν. δίκ.) ανακριτική πράξη την οποία είναι δυνατόν να ενεργήσει οποιοσδήποτε ανακριτικός υπάλληλος, όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί ανάκριση ή προανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα
ε) «σωματική ιδιοσυστασία του ανθρώπου»
(ανατ.-ανθρωπολ.) το σύνολο τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου
στ) «σωματικά κύτταρα»
βιολ. τα κύτταρα του σώματος ενός οργανισμού, σε αντιδιαστολή προς τα γεννητικά κύτταρα
ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»
βιολ. γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως είναι η παρασκευή κυτταρικών υβριδίων με συγχώνευση και άλλες τεχνικές
η) «σωματκός αριθμός»
βιολ. ο βασικός, συνήθως διπλοειδής, αριθμός χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα
θ) «σωματική μετάλλαξη»
βιολ. γενετική αλλαγή που συμβαίνει κατά τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα άτομο και έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του κληρονομικού του υλικού
ι) «σωματικός διαχωρισμός»
βιολ. άνισος διαχωρισμός τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς του ίδιου οργανισμού
ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»
βιολ. νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την περιφέρεια προς τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια
ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»
βιολ. νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, εκτός του κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα
ιγ) «σωματικά συμπτώματα»
ιατρ. συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά
ιδ) «σωματική ποινή»
(νομ.) ποινή που πλήττει το σώμα του καταδίκου, όπως είναι ο ξυλοδαρμός, η μαστίγωση, ο ακρωτηριασμός
ιε) «σωματικό σχήμα»
(ψυχολ.) η εικόνα που έχει ένα άτομο για το σώμα του
ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»
(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο σώμα ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους
μσν.
στερεός («τὰ σωματικὰ τοῦ κόσμου στοιχεῖα», Ειρην.)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε αντιδιαστολή προς τα πνευματικά και τα αιώνια («ὑπεράνω μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῖς θεῖα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῦ νοῦ συναπτόμενος», Αθανάσ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη λογική (α. «ὁ σωματικὸς θεολόγος», Γρηγ. Νύσσ.
β. «τοῖς σωματικοῖς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. συγκεκριμένος, φυσικός («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῦ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)
4. εξωτερικός, τυπικός, τυπολατρικός («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)
5. ο κατά λέξιν, κυριολεκτικός («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σωματικά
τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε αντιδιαστολή προς τα πνευματικά, προς τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά ποδηγεῖ», Θεοδωρ.)
αρχ.
1. αυτός που σχηματίζει ένα σώμα, που αποτελεί σύνολο («αἱ σποράδην καὶ οὐ σωματικαὶ ζητήσεις», Διογ. Λαέρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά σωματικά
οι σαρκικές επιθυμίες, ο ερωτικός πόθος.
επίρρ...
σωματικώς / σωματικῶς ΝΜΑ και σωματικά Ν
1. ως προς το σώμα, σε αναφορά προς το σώμα
2. με σωματική υπόσταση
νεοελλ.-μσν.
με σωματική μορφή, με υλικό τρόπο (α. «εικονίζουν τους αγγέλους σωματικά» β. «σωματικώς, ὡς εικόνισε Μωϋσῆς τὰ χερουβὶμ καὶ ὡς ἑωράθησαν τοῖς ἀξίοις», Ιωάνν. Δαμ.)
μσν.-αρχ.
1. μέσω του σώματος («μὴ ἐνεργούσης ἔτι σωματικῶς τῆς ψυχῆς», Κλήμ. Αλ.)
2. χρησιμοποιώντας όρους που αναφέρονται στο σώμα («μὴ τοίνυν διὰ τὰ σωματικῶς περὶ τοῦ θεοῦ λεγόμενα, ὡς ἐχώρουν οἱ παλαιοί, σῶμα τὸν Θεὸν νομίζομεν», Ωριγ.)
3. σχετικά με την ευχαριστιακή, μυστηριακή ένωση του πιστού με τον Χριστό («γίνεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῖν ὁ υἱός, σωματικῶς μὲν ὡς ἄνθρωπος, συνανακιρνάμενός τε καὶ συνενούμενος δι' εύλογίας τῆς μυστικῆς», Κύρ.)
4. κατά λέξιν, στην κυριολεξία, σε αντιδιαστολή προς το βαθύτερο νόημα («ἀληθεύειν σωματικῶς ἅμα καὶ πνευματικῶς», Ωριγ.)

Greek Monotonic

σωμᾰτικός: -ή, -όν (σῶμα
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο σώμα, αντίθ. προς το ψυχικός, Λατ. corporeus, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, σε Καινή Διαθήκη
2. σωματικός, δηλ. υλικός, αντίθ. προς το ἀσώματος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σῶμα, Λατ. corporeus ἀντίθετον τῷ ψυχικός, ἔργα Ἀριστ. Ἡθικ. Νικ. 1. 12. 6· πάθη αὐτόθι 10. 3, 6· ἡδοναὶ αὐτόθι 2. 3, 1· τὰ σωματικὰ αὐτόθ. 7. 9, 5. 2) σωματικός, ὑλικός, ἀντίθετον τῷ ἀσώματος, Τίμ. Λοκρ. 96Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14, Φυσ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ. -Συγκρ. -ώτερος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 3· ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 37. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιστ. πρ. Κολοσσ. β΄, 9, Πλούτ. 2. 424D· συγκρ. -ώτερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 7.

Middle Liddell

σωμᾰτικός, ή, όν σῶμα
1. of or for the body, bodily, Lat. corporeus, Arist.:—adv. σωματικῶς, NTest.
2. bodily, corporeal, material, Arist.

Chinese

原文音譯:swmatikÒj 所馬提可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:身體(化)
字義溯源:形體的,形(狀),身體的,有身體的;源自(σῶμα)=身體),而 (σῶμα)出自(ἐκσῴζω / σῴζω)=救),而 (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥,安全)
出現次數:總共(2);路(1);提前(1)
譯字彙編
1) 身體的(1) 提前4:8;
2) 形(1) 路3:22