συμβολικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvolikos
|Transliteration C=symvolikos
|Beta Code=sumboliko/s
|Beta Code=sumboliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[belong]]ing to a [[συμβολή]] or a [[σύμβολον]], esp., </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> [[symbolical]], [[figurative]], [[riddling]], ἀπόκρισις <span class="bibl">Ph.1.617</span>, cf. Plu.2.354f; τρόπος τῆς διδασκαλίας <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>5.20</span>: Comp., <span class="bibl">Ph.2.295</span>. Adv., <b class="b3">-κῶς φράζειν</b> [[by signs]], Plu.2.511b, cf. <span class="bibl">Ph. 2.242</span>, al., Gal.13.272: Comp., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>59</span>; also, [[by way of correspondence]] (cf. [[σύμβολον]] <span class="bibl">111.5</span>), τῷ ἐρωτήματι ἕπεται -κῶς ἡ ἀπόκρισις <span class="title">Stoic.</span>2.62. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[paid for by subscription]], πρόποσις <span class="title">AP</span>5.133 (Posidipp.); [[κώθων]] Antig.Caryst. ap. <span class="bibl">Ath.12.547d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[conventional]], μετάθεσις <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span> 187.7</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Conj.</span>226.20</span>; τὸ ἐπικείμενον ἑκάστῳ ὄνομα σ. ἐστιν <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Hermog.</span>1.106</span> R. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid., <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>314.6</span>: Comp., ib.<span class="bibl">8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> <b class="b3">-κά, τά</b>, [[charge for making out a receipt]], POxy.1650a5 (ii A.D.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">5</span> <b class="b3">-ική, ἡ</b>, mantic art which employs σύμβολα 111.2, Gal.14.615.</span>
|Definition=συμβολική, συμβολικόν,<br><span class="bld">A</span> of or [[belong]]ing to a [[συμβολή]] or a [[σύμβολον]], esp.,<br><span class="bld">1</span> [[symbolical]], [[figurative]], [[riddling]], ἀπόκρισις Ph.1.617, cf. Plu.2.354f; τρόπος τῆς [[διδασκαλία]]ς Iamb.''VP''5.20: Comp., Ph.2.295. Adv., [[συμβολικῶς]] [[φράζειν]] = [[by signs]], Plu.2.511b, cf. Ph. 2.242, al., Gal.13.272: Comp., Luc.''Salt.''59; also, [[by way of correspondence]] (cf. [[σύμβολον]] III.5), τῷ ἐρωτήματι ἕπεται [[συμβολικῶς]] [[ἀπόκρισις]] ''Stoic.''2.62.<br><span class="bld">2</span> [[paid for by subscription]], πρόποσις ''AP''5.133 (Posidipp.); [[κώθων]] Antig.Caryst. ap. Ath.12.547d.<br><span class="bld">3</span> [[conventional]], μετάθεσις A.D.''Synt.'' 187.7, cf. ''Conj.''226.20; τὸ ἐπικείμενον ἑκάστῳ ὄνομα σ. ἐστιν Syrian. ''in Hermog.''1.106 R. Adv. [[συμβολικῶς]] ibid., A.D.''Synt.''314.6: Comp., ib.8.<br><span class="bld">4</span> [[συμβολικά]], τά, [[charge for making out a receipt]], POxy.1650a5 (ii A.D.), etc.<br><span class="bld">5</span> [[συμβολική]], ἡ, [[mantic art]] which employs σύμβολα 111.2, Gal.14.615.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] ή, όν, zur [[συμβολή]] od. zum [[σύμβολον]] gehörig, bes. a) durch ein Zeichen andeutend, symbolisch, Luc. de salt. 59, συμβολικῶς [[ἄνευ]] φωνῆς φράζειν Plut. de garrul. 17; – zum Errathen od. Schließen aus Zeichen gehörig, Sp. – b) zum Beitrage, zum Picknick gehörig, [[κώθων]] Ath. XII, 547 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] ή, όν, zur [[συμβολή]] od. zum [[σύμβολον]] gehörig, bes. a) durch ein Zeichen andeutend, symbolisch, Luc. de salt. 59, συμβολικῶς [[ἄνευ]] φωνῆς φράζειν Plut. de garrul. 17; – zum Errathen od. Schließen aus Zeichen gehörig, Sp. – b) zum Beitrage, zum Picknick gehörig, [[κώθων]] Ath. XII, 547 d.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συμβολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς [[σύμβολον]], ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, [[συμβολικός]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, [[μάλιστα]] πρὸς κοινὸν [[συμπόσιον]], [[πρόποσις]] Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D.
|btext=ή, όν :<br />qui explique à l'aide d'un signe, symbolique ; τὸ συμβολικόν PLUT caractère symbolique.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμβολικός -ή -όν [συμβάλλω] [[betaald door bijdragen van de deelnemers]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />qui explique à l’aide d'un signe, symbolique ; τὸ συμβολικόν PLUT caractère symbolique.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
|elrutext='''συμβολικός:''' [[συμβολή]] устраиваемый вскладчину, на общий счет ([[πρόποσις]] Anth.).<br />[[σύμβολον]] выражаемый жестами или символами (τὰ Αἰγυπτίων μυστικώτερα Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβολικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[σύμβολο]](<i>ν</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[σύμβολο]], αυτός που σημαίνει [[κάτι]] με [[σύμβολο]] ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική [[παράσταση]]» β. «συμβολικὴ [[ἀπόκρισις]]», Φίλ.<br />γ. «συμβολικὸς [[τρόπος]] διδασκαλίας», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> [[αλληγορικός]] («συμβολικὸν καὶ αἰνιγματῶδες [[εἶδος]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εικονικός]], μη [[ουσιαστικός]] (α. «έδωσε ένα συμβολικό [[ποσόν]]» β. «η [[αμοιβή]] του [[είναι]] συμβολική»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συμβολική</i><br />α) η [[συστηματική]] [[χρήση]] συμβόλων ως μέσων έκφρασης, [[καθώς]] και η θεωρητική [[διερεύνηση]] της διεργασίας αυτής<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> [[δομή]] που επιτρέπει τη [[μετάβαση]] από το [[σύνολο]] ενός σημασιολογικού πεδίου σε ένα [[άλλο]] σημασιολογικό [[πεδίο]]<br />γ) [[μάθημα]] του συστηματικού κλάδου της θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη [[μελέτη]] τών θεολογικών διαφορών τών χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών με [[βάση]] τη θεολογική τους [[παράδοση]] ή και τα συμβολικά τους βιβλία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συμβολικά βιβλία»<br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικά βιβλία που περιέχουν τα σύμβολα πίστεως [[κάθε]] Εκκλησίας ή Ομολογίας<br />β) «συμβολική [[λογική]]»<br /><b>(λογ.)</b> η [[λογική]] που χρησιμοποιεί συστήματα συμβόλων και μαθηματικές πράξεις και μεθόδους για να εκφράσει τις σχέσεις τών εννοιών και τών προτάσεων, αλλ. μαθηματική [[λογική]]<br />γ) «[[συμβολικός]] [[λογισμός]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[μελέτη]] τών ιδιοτήτων και εφαρμογές συναρτήσεων που συνδέονται με την ολοκληρωτική [[σχέση]] του Λαπλάς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεικονίζει αυτά που θα συμβούν («...τῆς σκιώδους διδασκαλίας διὰ τῶν τυπικῶν τε καὶ συμβολικῶν νοημάτων [[οὐκέτι]] προσδέεται», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[συμβολικός]]<br />ο [[μάντης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[συμβολή]], σε ερανικό [[συμπόσιο]] («συμβολικὴ [[πρόποσις]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> αντιπροσωπευτικός, [[τυπικός]] μιας πραγματικότητας («διττὴν... τὴν τῶν θεολόγων παράδοσιν... τὴν μὲν συμβολικὴν καὶ τελεστικήν, τὴν δὲ φιλόσοφον καὶ ἀποδεικτικήν», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>3.</b> [[μυστικός]] («ἡ συμβολικὴ [[διδασκαλία]] μυσταγωγεῑ ταῖς ἐν ὕδασι τρισὶ καταδύσεσι... Ἰησοῦ... μιμεῖσθαι θάνατον», Δίον. Αρεοπ.)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εθιμικά, ως [[αναπαράσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πραγματικό («[[ἔθος]]... τὰς ἀγάμους κόρας... θρηνεῖν διὰ τῶν συμβολικῶν γάμων», Κύρ.)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συμβολική</i><br />η [[μαντική]] που εξετάζει σύμβολα<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συμβολικά</i><br />υποχρεώσεις που [[πρέπει]] να εξοφληθούν σε [[χρήμα]] ή σε [[είδος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμβολικώς</i> / <i>συμβολικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβολικά</i> Ν<br /><b>1.</b> με σύμβολα, με [[χρήση]] συμβόλων<br /><b>2.</b> με κάποιο [[σύμβολο]], με κάποια [[μορφή]] που προεικονίζει [[κάτι]] που θα γίνει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[μαντική]], με [[μέσα]] της μαντικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ανταπόκριση]], με [[ανταπάντηση]]<br /><b>2.</b> με [[συμβολή]], με ερανικό [[συμπόσιο]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβολικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[σύμβολο]](<i>ν</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[σύμβολο]], αυτός που σημαίνει [[κάτι]] με [[σύμβολο]] ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική [[παράσταση]]» β. «συμβολικὴ [[ἀπόκρισις]]», Φίλ.<br />γ. «συμβολικὸς [[τρόπος]] διδασκαλίας», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> [[αλληγορικός]] («συμβολικὸν καὶ αἰνιγματῶδες [[εἶδος]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εικονικός]], μη [[ουσιαστικός]] (α. «έδωσε ένα συμβολικό [[ποσόν]]» β. «η [[αμοιβή]] του [[είναι]] συμβολική»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συμβολική</i><br />α) η [[συστηματική]] [[χρήση]] συμβόλων ως μέσων έκφρασης, [[καθώς]] και η θεωρητική [[διερεύνηση]] της διεργασίας αυτής<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> [[δομή]] που επιτρέπει τη [[μετάβαση]] από το [[σύνολο]] ενός σημασιολογικού πεδίου σε ένα [[άλλο]] σημασιολογικό [[πεδίο]]<br />γ) [[μάθημα]] του συστηματικού κλάδου της θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη [[μελέτη]] τών θεολογικών διαφορών τών χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών με [[βάση]] τη θεολογική τους [[παράδοση]] ή και τα συμβολικά τους βιβλία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συμβολικά βιβλία»<br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικά βιβλία που περιέχουν τα σύμβολα πίστεως [[κάθε]] Εκκλησίας ή Ομολογίας<br />β) «συμβολική [[λογική]]»<br /><b>(λογ.)</b> η [[λογική]] που χρησιμοποιεί συστήματα συμβόλων και μαθηματικές πράξεις και μεθόδους για να εκφράσει τις σχέσεις τών εννοιών και τών προτάσεων, αλλ. μαθηματική [[λογική]]<br />γ) «[[συμβολικός]] [[λογισμός]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[μελέτη]] τών ιδιοτήτων και εφαρμογές συναρτήσεων που συνδέονται με την ολοκληρωτική [[σχέση]] του Λαπλάς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεικονίζει αυτά που θα συμβούν («...τῆς σκιώδους διδασκαλίας διὰ τῶν τυπικῶν τε καὶ συμβολικῶν νοημάτων [[οὐκέτι]] προσδέεται», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[συμβολικός]]<br />ο [[μάντης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[συμβολή]], σε ερανικό [[συμπόσιο]] («συμβολικὴ [[πρόποσις]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> αντιπροσωπευτικός, [[τυπικός]] μιας πραγματικότητας («διττὴν... τὴν τῶν θεολόγων παράδοσιν... τὴν μὲν συμβολικὴν καὶ τελεστικήν, τὴν δὲ φιλόσοφον καὶ ἀποδεικτικήν», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>3.</b> [[μυστικός]] («ἡ συμβολικὴ [[διδασκαλία]] μυσταγωγεῖ ταῖς ἐν ὕδασι τρισὶ καταδύσεσι... Ἰησοῦ... μιμεῖσθαι θάνατον», Δίον. Αρεοπ.)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εθιμικά, ως [[αναπαράσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πραγματικό («[[ἔθος]]... τὰς ἀγάμους κόρας... θρηνεῖν διὰ τῶν συμβολικῶν γάμων», Κύρ.)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συμβολική</i><br />η [[μαντική]] που εξετάζει σύμβολα<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ συμβολικά</i><br />υποχρεώσεις που [[πρέπει]] να εξοφληθούν σε [[χρήμα]] ή σε [[είδος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμβολικώς</i> / <i>συμβολικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβολικά</i> Ν<br /><b>1.</b> με σύμβολα, με [[χρήση]] συμβόλων<br /><b>2.</b> με κάποιο [[σύμβολο]], με κάποια [[μορφή]] που προεικονίζει [[κάτι]] που θα γίνει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[μαντική]], με [[μέσα]] της μαντικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ανταπόκριση]], με [[ανταπάντηση]]<br /><b>2.</b> με [[συμβολή]], με ερανικό [[συμπόσιο]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβολικός:''' -ή, -όν ([[σύμβολον]]), αυτός που καταδεικνύει μέσω ενός χαρακτηριστικού σημείου ή συμβόλου, [[συμβολικός]], [[αναπαραστατικός]], [[εικαστικός]], [[εικονικός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συμβολικός:''' -ή, -όν ([[σύμβολον]]), αυτός που καταδεικνύει μέσω ενός χαρακτηριστικού σημείου ή συμβόλου, [[συμβολικός]], [[αναπαραστατικός]], [[εικαστικός]], [[εικονικός]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβολικός:''' [[συμβολή]] устраиваемый вскладчину, на общий счет ([[πρόποσις]] Anth.).<br />[[σύμβολον]] выражаемый жестами или символами (τὰ Αἰγυπτίων μυστικώτερα Luc.).
|lstext='''συμβολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς [[σύμβολον]], ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, [[συμβολικός]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, [[μάλιστα]] πρὸς κοινὸν [[συμπόσιον]], [[πρόποσις]] Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβολικός -ή -όν [συμβάλλω] betaald door bijdragen van de deelnemers.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμβολικός]], ή, όν [[σύμβολον]]<br />signifying by a [[sign]] or [[symbol]], [[symbolical]], [[figurative]], Luc. [from [[σύμβολον]]
|mdlsjtxt=[[συμβολικός]], ή, όν [[σύμβολον]]<br />signifying by a [[sign]] or [[symbol]], [[symbolical]], [[figurative]], Luc. [from [[σύμβολον]]
}}
}}