3,274,919
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thematikos | |Transliteration C=thematikos | ||
|Beta Code=qematiko/s | |Beta Code=qematiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θεματική, θεματικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for a [[θέμα]]:<br><span class="bld">I</span> [[that in which a valuable prize is proposed]], <b class="b3">ἀγὼν θ.</b>, opp. [[στεφανίτης]] and [[φυλλίτης]], Poll.3.153, cf. ''IG''3.128.20, ''IGRom.''4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), ''LW''894.17 (Delph.); <b class="b3">τρόπος θ.</b> a style [[calculated for effect]], Plu.2.1135c; cf. [[θεματίτης]].<br><span class="bld">II</span> [[arbitrarily fixed]], [[traditional]], παρατηρήσεις Phld. ''Rh.''1.195S.: [[θεματικόν]], τό, ib.151S.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[primary]], not derivative, e.g. [[ἄμφω]], which has no sg., ''EM''91.33: [[θεματικά]], τά, [[elements]], ib.232.21: Comp., <b class="b3">θεματικώτερα τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα</b> [[principal]] parts, A.D.''Adv.''121.5; <b class="b3">θεματικώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν</b> the personal pronouns [[form]] their genders [[from different]] [[θέματα]], Id.''Pron.''110.24. Adv. Comp. <b class="b3">θεματικώτερον, κλιθῆναι</b> [[by means of different]] [[θέματα]], e.g. [[ἐγώ]], [[ἐμοῦ]], Id.''Synt.''102.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fait, institué <i>ou</i> arrangé en vue d'un prix proposé.<br />'''Étymologie:''' [[θέμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[рассчитанный на получение награды]], [[бьющий на эффект]] ([[ῥυθμός]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> грам. [[первоосновной]], [[корневой]] ([[ῥῆμα]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[θέμα]]: 1) [[ἐκεῖνος]] δι’ ὃν πρόκειται [[βραβεῖον]], [[ἀγών]] θ. = [[ἀργυρίτης]], ἀντίθ. [[στεφανίτης]] καὶ [[φυλλίτης]], Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς [[τρόπος]] ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. [[θεματίτης]]. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, [[πρωτότυπος]] [[λέξις]], Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται ([[θέμα]] 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ. | |lstext='''θεμᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[θέμα]]: 1) [[ἐκεῖνος]] δι’ ὃν πρόκειται [[βραβεῖον]], [[ἀγών]] θ. = [[ἀργυρίτης]], ἀντίθ. [[στεφανίτης]] καὶ [[φυλλίτης]], Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς [[τρόπος]] ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. [[θεματίτης]]. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, [[πρωτότυπος]] [[λέξις]], Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται ([[θέμα]] 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θεματικός]]) [[θέμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] λέξεως («θεματικό [[φωνήεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] της συζήτησης, στην ημερήσια [[διάταξη]] τών θεμάτων<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε [[θέμα]], σε [[διαμέρισμα]] του βυζαντινού κράτους<br />| |<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγώνες) αυτός που έχει συνδεθεί με [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> [[μουσικός]] [[τρόπος]] που αποσκοπεί στη [[δημιουργία]] εντύπωσης («ὁ [[φιλάνθρωπος]] καὶ [[θεματικός]] καλούμενος [[τρόπος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο οριζόμενος αυθαίρετα και σύμφωνα με την [[παράδοση]], [[πατροπαράδοτος]] («θεματικοί παρατηρήσεις», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συγκρ. βαθμού ως επίρρ.) <i>θεματικώτερον</i><br />(για τύπους λέξεων με διάφορα θέματα) συμφωνότερα [[προς]] τη [[ρίζα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[θεματικός]]) [[θέμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] λέξεως («θεματικό [[φωνήεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] της συζήτησης, στην ημερήσια [[διάταξη]] τών θεμάτων<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε [[θέμα]], σε [[διαμέρισμα]] του βυζαντινού κράτους<br />| |<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγώνες) αυτός που έχει συνδεθεί με [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> [[μουσικός]] [[τρόπος]] που αποσκοπεί στη [[δημιουργία]] εντύπωσης («ὁ [[φιλάνθρωπος]] καὶ [[θεματικός]] καλούμενος [[τρόπος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο οριζόμενος αυθαίρετα και σύμφωνα με την [[παράδοση]], [[πατροπαράδοτος]] («θεματικοί παρατηρήσεις», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συγκρ. βαθμού ως επίρρ.) <i>θεματικώτερον</i><br />(για τύπους λέξεων με διάφορα θέματα) συμφωνότερα [[προς]] τη [[ρίζα]]. | ||
}} | }} |