θεματικός
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
θεματική, θεματικόν,
A of or for a θέμα:
I that in which a valuable prize is proposed, ἀγὼν θ., opp. στεφανίτης and φυλλίτης, Poll.3.153, cf. IG3.128.20, IGRom.4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), LW894.17 (Delph.); τρόπος θ. a style calculated for effect, Plu.2.1135c; cf. θεματίτης.
II arbitrarily fixed, traditional, παρατηρήσεις Phld. Rh.1.195S.: θεματικόν, τό, ib.151S.
2 Gramm., primary, not derivative, e.g. ἄμφω, which has no sg., EM91.33: θεματικά, τά, elements, ib.232.21: Comp., θεματικώτερα τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα principal parts, A.D.Adv.121.5; θεματικώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν the personal pronouns form their genders from different θέματα, Id.Pron.110.24. Adv. Comp. θεματικώτερον, κλιθῆναι by means of different θέματα, e.g. ἐγώ, ἐμοῦ, Id.Synt.102.4.
German (Pape)
[Seite 1193] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Gegensatz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait, institué ou arrangé en vue d'un prix proposé.
Étymologie: θέμα.
Russian (Dvoretsky)
θεμᾰτικός:
1 рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект (ῥυθμός Plut.);
2 грам. первоосновной, корневой (ῥῆμα).
Greek (Liddell-Scott)
θεμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θέμα: 1) ἐκεῖνος δι’ ὃν πρόκειται βραβεῖον, ἀγών θ. = ἀργυρίτης, ἀντίθ. στεφανίτης καὶ φυλλίτης, Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς τρόπος ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. θεματίτης. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, πρωτότυπος λέξις, Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται (θέμα 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM θεματικός) θέμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν»)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα της συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων
μσν.
(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε διαμέρισμα του βυζαντινού κράτους