ἐπίρρυτος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirrytos
|Transliteration C=epirrytos
|Beta Code=e)pi/rrutos
|Beta Code=e)pi/rrutos
|Definition=ον, (ἐπιρρέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running]], ὕδατα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.8.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">HP</span>5.9.5</span>; of food, [[infused into]] the body, <b class="b3">τροφῆς νάματα ἐ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>80d</span>; of sight, [[infused]] from the sun, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>508b</span>; ψυχαί <span class="bibl">Ti.Locr.99e</span>; <b class="b3">ἡδοναὶ δι'</b> αἰσθήσεων ἐπίρρυτοι Max. Tyr.<span class="bibl">31.7</span>; <b class="b3">ἐ. δύναμις</b>, opp. [[σύμφυτος]], Gal.1.319. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. metaph., [[overflowing]], [[abundant]], καρπός <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>907</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. Pass., [[flowed into]], [[subject to influx]], opp. [[ἀπόρρυτος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>43a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[overflowed]], [[moist]], πεδίον <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span>. as Subst., perh. [[oilvessel]] or [[pipe]], ἀλείψασαν δρακτοῖς καὶ ἐπιρύτοις <span class="title">JRS</span>16.90, cf. <span class="title">OGI</span>479.10 note. ἐπιρρῠφέω, Ion. for <b class="b3">-ρροφέω</b> ([[quod vide|q.v.]]).</span>
|Definition=ἐπίρρυτον, ([[ἐπιρρέω]])<br><span class="bld">A</span> [[running]], ὕδατα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.8.3, ''HP''5.9.5; of food, [[infused]] into the [[body]], <b class="b3">τροφῆς νάματα ἐ.</b> Pl.''Ti.''80d; of sight, [[infused]] from the sun, Id.''R.''508b; ψυχαί Ti.Locr.99e; <b class="b3">ἡδοναὶ δι'</b> αἰσθήσεων ἐπίρρυτοι Max. Tyr.31.7; ἐ. [[δύναμις]], opp. [[σύμφυτος]], Gal.1.319.<br><span class="bld">2</span>. metaph., [[overflowing]], [[abundant]], καρπός A.''Eu.''907.<br><span class="bld">II</span>. Pass., [[flowed into]], [[subject to influx]], opp. [[ἀπόρρυτος]], Pl.''Ti.''43a.<br><span class="bld">2</span>. [[overflowed]], [[moist]], [[πεδίον]] X.''An.''1.2.22.<br><span class="bld">III</span>. as [[substantive]], perhaps [[oil]] [[vessel]] or [[pipe]], ἀλείψασαν δρακτοῖς καὶ ἐπιρύτοις ''JRS''16.90, cf. ''OGI''479.10 note. [[ἐπιρρυφέω]], Ion. for [[ἐπιρροφέω]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule par-dessus, qui déborde ; abondant;<br /><b>2</b> [[arrosé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[hineinfließend]]</i>; τὰ τῆς τροφῆς νάματα [[οὕτως]] ἐπίρρυτα γεγονέναι, sie [[fließen]] so zu, Plat. <i>Tim</i>. 80d, vgl. <i>Rep</i>. VI.508b; [[σῶμα]] ἐπίρρυτον, <i>in den [[Etwas]] einfließt, Tim</i>. 43a; [[πεδίον]], <i>[[bewässert]]</i>, Xen. <i>An</i>. 1.2.22; Dion.Hal. 1.55. – Übtr., <i>[[reichlich]]</i>, καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον Aesch. <i>Eum</i>. 867.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίρρῠτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[текущий внутрь]], [[втекающий]], [[притекающий]]: καθ᾽ [[ὅλον]] τὸ [[σῶμα]] τὰ τῆς τροφῆς νάματα ἐπύρρυτα γεγονέναι Plat. питательные соки разливаются по всему телу; ἀπὸ ἡλίου ἐ. [[δύναμις]] Plat. излучаемая солнцем сила;<br /><b class="num">2</b> (в отличие от [[ὑέτιος]]) почвенный (ὕδατα Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[обильно орошаемый]] ([[πεδίον]] Xen.);<br /><b class="num">4</b> [[впитывающий]], [[вбирающий в себя]] (ἐπίρρυτον [[σῶμα]] καὶ ἀπόρρυτον Plat.);<br /><b class="num">5</b> [[прибывающий во множестве]], [[изобильный]] ([[καρπός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίρρῠτος''': -ον, ([[ἐπιρρέω]]) ῥέων ἐντὸς ἢ [[πρός]], [[ὕδωρ]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 8, 3· ἐπὶ τροφῆς, ἐγχεόμενος, ἐγχυματιζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], Πλάτ. Τίμ. 80D· ἐπὶ ὁράσεως, πηγάζων ἐκ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 99D. 2) μεταφ., ἐπιρρέων, [[ἄφθονος]], [[καρπὸς]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 907· πρβλ. [[ἐπίσσυτος]]. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑποκείμενος εἰς ἐπιρροήν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπόρρυτος]], Πλάτ. Τίμ 43Α. 2) καταβρεχόμενος, ποτιζόμενος ὑπὸ ὑδάτων, [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον, περὶ τοῦ πεδίου τῆς Κιλικίας τοῦ διαρρεομένου ὑπὸ τῶν ποταμῶν Πυράμου, Κύδνου καὶ Ψάρου, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22.
|lstext='''ἐπίρρῠτος''': -ον, ([[ἐπιρρέω]]) ῥέων ἐντὸς ἢ [[πρός]], [[ὕδωρ]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 8, 3· ἐπὶ τροφῆς, ἐγχεόμενος, ἐγχυματιζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], Πλάτ. Τίμ. 80D· ἐπὶ ὁράσεως, πηγάζων ἐκ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 99D. 2) μεταφ., ἐπιρρέων, [[ἄφθονος]], [[καρπὸς]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 907· πρβλ. [[ἐπίσσυτος]]. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑποκείμενος εἰς ἐπιρροήν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπόρρυτος]], Πλάτ. Τίμ 43Α. 2) καταβρεχόμενος, ποτιζόμενος ὑπὸ ὑδάτων, [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον, περὶ τοῦ πεδίου τῆς Κιλικίας τοῦ διαρρεομένου ὑπὸ τῶν ποταμῶν Πυράμου, Κύδνου καὶ Ψάρου, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule par-dessus, qui déborde ; abondant;<br /><b>2</b> arrosé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρρυτος]], -ον (Α) [[επιρρέω]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) τρεχούμενο («ἐν τοῖς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> (για τροφές) αυτός που χύνεται στο [[σώμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από [[κάπου]]<br /><b>4.</b> [[άφθονος]] («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον ἀστοῑσιν εὐθενοῦντα μὴ κάμνειν χρόνῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> αυτός που υπόκειται σε [[εισροή]] (αντίθ. του [[απόρρυτος]]) («τὰς τῆς ἀθανάτου περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον [[σῶμα]] καὶ ἀπόρρυτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για πεδιάδες, αγρούς <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διαρρέεται από νερά, που ποτίζεται («ἐντεῡθεν δὲ κατέβαινον εὶς [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίρρυτον</i><br />[[ελαιοδοχείο]], ροΐ («ἀλείψασαν δρακτοῑς καὶ ἐπιρρύτοις», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίρρυτος]], -ον (Α) [[επιρρέω]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) τρεχούμενο («ἐν τοῖς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> (για τροφές) αυτός που χύνεται στο [[σώμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από [[κάπου]]<br /><b>4.</b> [[άφθονος]] («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον ἀστοῖσιν εὐθενοῦντα μὴ κάμνειν χρόνῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> αυτός που υπόκειται σε [[εισροή]] (αντίθ. του [[απόρρυτος]]) («τὰς τῆς ἀθανάτου περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον [[σῶμα]] καὶ ἀπόρρυτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για πεδιάδες, αγρούς <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διαρρέεται από νερά, που ποτίζεται («ἐντεῦθεν δὲ κατέβαινον εὶς [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίρρυτον</i><br />[[ελαιοδοχείο]], ροΐ («ἀλείψασαν δρακτοῖς καὶ ἐπιρρύτοις», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρρῠτος:''' -ον ([[ἐπιρρέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέει μέσα ή προς [[κάτι]]· μεταφ., [[άφθονος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ξέχειλος]], ποτιζόμενος, διαρρεόμενος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίρρῠτος:''' -ον ([[ἐπιρρέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέει μέσα ή προς [[κάτι]]· μεταφ., [[άφθονος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ξέχειλος]], ποτιζόμενος, διαρρεόμενος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίρρῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> текущий внутрь, втекающий, притекающий: καθ᾽ [[ὅλον]] τὸ [[σῶμα]] τὰ τῆς τροφῆς νάματα ἐπύρρυτα γεγονέναι Plat. питательные соки разливаются по всему телу; ἀπὸ ἡλίου ἐ. [[δύναμις]] Plat. излучаемая солнцем сила;<br /><b class="num">2)</b> (в отличие от [[ὑέτιος]]) почвенный (ὕδατα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обильно орошаемый ([[πεδίον]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> впитывающий, вбирающий в себя (ἐπίρρυτον [[σῶμα]] καὶ ἀπόρρυτον Plat.);<br /><b class="num">5)</b> прибывающий во множестве, изобильный ([[καρπός]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 30: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[abundant]], [[luxuriant]]
|woodrun=[[abundant]], [[luxuriant]]
}}
{{trml
|trtx====[[abundant]]===
Arabic: وافِر‎; Moroccan Arabic: وافْر‎; Armenian: առատ; Azerbaijani: bol; Belarusian: багаты; Bengali: বহুল; Bulgarian: обилен, изобилен; Catalan: abundant; Chamicuro: icheeki; Chinese Mandarin: 豐富, 丰富; Cornish: pals; Czech: hojný; Danish: rigelig; Dutch: [[overvloedig]], [[rijkelijk voorhanden]], [[abondant]]; Esperanto: abunda; Finnish: runsas, yltäkylläinen; French: [[abondant]]; Galician: abundante, abondoso; Georgian: უხვი, სავსე, დოვლათიანი; German: [[reichlich]], [[wohlhabend]]; Gothic: 𐌲𐌰𐌽𐍉𐌷𐍃; Ancient Greek: [[ἀβύρβηλος]], [[ἁδινός]], [[ἁδρός]], [[ἀμφιλαφής]], [[ἀνθηρός]], [[ἁπαλοτρεφής]], [[ἀπειρόδωρος]], [[ἄπλετος]], [[ἀφειδής]], [[ἄφθονος]], [[ἀφνειός]], [[ἀφυσγετός]], [[ἀφύσγετος]], [[ἀχύνετος]], [[βαρύς]], [[βύβος]], [[γενναῖος]], [[δασύς]], [[δαψιλής]], [[δαψιλός]], [[διαβριθής]], [[δολιχός]], [[ἔκπλεως]], [[ἐκτενής]], [[ἐπίρρυτος]], [[περιπληθής]], [[περιττός]], [[πλούσιος]], [[πολύμετρος]]; Hungarian: bőséges, kiadós; Ido: abundanta; Interlingua: abundante; Irish: líonmhar, raidhsiúil, fairsing; Italian: [[abbondante]]; Japanese: 豊か, 量の多い; Latin: [[abundans]], [[amplus]], [[largus]]; Latvian: bagatīgs; Lithuanian: gausus; Maori: ranea, makuru; Norwegian Bokmål: rikelig, rik; Plautdietsch: riew; Polish: obfity; Portuguese: [[abundante]]; Quechua: yupa; Romanian: abundent; Russian: [[обильный]], [[изобилующий]]; Sanskrit: बहु; Scots: roch; Scottish Gaelic: pailt; Spanish: [[abundante]], [[copioso]], [[cuantioso]]; Swedish: riklig, ymnig; Telugu: మిక్కిలి; Tocharian B: īte; Turkish: bol; Ukrainian: багатий; Vietnamese: dồi dào; Volapük: bundanik; Welsh: helaeth; Zazaki: zaf
}}
}}