Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρίγληνος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triglinos
|Transliteration C=triglinos
|Beta Code=tri/glhnos
|Beta Code=tri/glhnos
|Definition=ον, in Hom. as epith. of ear-rings, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἕρματα τρίγληνα <span class="bibl">Il. 14.183</span>, <span class="bibl">Od.18.298</span>: ancient critics (cf. Sch. ad loc.) expld. it (<span class="bibl">1</span>) from <b class="b3">γλήνεα</b> (<span class="bibl">Il.24.192</span>), = [[ἀξιοθέατα]], or (<span class="bibl">2</span>) = [[τρίκοκκα]], i. e. with three berry-shaped ornaments, or (<span class="bibl">3</span>) = [[ἐκ τριῶν ζῳδίων συγκείμενα]], or (<span class="bibl">4</span>) = [[τριόφθαλμα]], like Att. <b class="b3">τριοττίδες</b>; and in other ways. It is prob. formed from <b class="b3">γλήνη</b> as <b class="b3">τρίκλινος</b> fr. <b class="b3">κλίνη</b>, etc., but the sense remains uncertain. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">three-eyed</b>, of Hecate, <span class="bibl">Ath.7.325a</span>.</span>
|Definition=τρίγληνον, in Hom. as [[epithet]] of earrings,<br><span class="bld">A</span> ἕρματα τρίγληνα Il. 14.183, Od.18.298: ancient critics (cf. Sch. ad loc.) expld. it (''1'') from [[γλήνεα]] (Il.24.192), = [[ἀξιοθέατα]], or (2) = [[τρίκοκκα]], i.e. with three berry-shaped ornaments, or (3) = [[ἐκ τριῶν ζῳδίων συγκείμενα]], or (4) = [[τριόφθαλμα]], like Att. [[τριοττίδες]]; and in other ways. It is prob. formed from [[γλήνη]] as [[τρίκλινος]] fr. [[κλίνη]], etc., but the sense remains uncertain.<br><span class="bld">II</span> [[three-eyed]], of [[Hecate]], Ath.7.325a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1141.png Seite 1141]] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois prunelles, à trois yeux (Hécate) ; ἕρματα τρίγληνα IL, OD pendants d'oreilles figurant trois prunelles, <i>càd</i> garnis de trois perles.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλήνη]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίγληνος -ον [τρι -, γλήνη] met drie edelstenen:. ἕρματα oorhangers met drie parels Il. 14.183.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίγληνος:''' [[трехглазый]]: ἕρματα τρίγληνα Hom. серьги с тремя камешками или подвесками.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[γλήνη]]): [[with]] [[three]] eyeballs, of [[ear]]-rings [[with]] [[three]] drops or pearls, Il. 14.183 and Od. 18.297. (See [[cut]], [[from]] an [[ancient]] Greek [[coin]].)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει [[τρεις]] στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει [[τρεις]] οπές, [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (για την Εκάτη) αυτή που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), [[πρβλ]]. [[δίγληνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς· [[έπειτα]], λέγεται για τα σκουλαρήκια, αυτά που έχουν [[τρεις]] λαμπρούς λίθους, σε Όμηρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίγληνος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ [[γλῆνος]]) ἔχοντα [[τρεῖς]] λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ [[γλήνη]]) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ [[τριοττίς]], μὲ [[τρεῖς]] ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. [[τριόφθαλμος]], ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ».
|lstext='''τρίγληνος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ [[γλῆνος]]) ἔχοντα [[τρεῖς]] λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, [[ἔνθα]] ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ [[γλήνη]]) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ [[τριοττίς]], μὲ [[τρεῖς]] ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. [[τριόφθαλμος]], ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ».
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ος, ον :<br />à trois prunelles, à trois yeux (Hécate) ; ἕρματα τρίγληνα IL, OD pendants d’oreilles figurant trois prunelles, <i>càd</i> garnis de trois perles.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλήνη]].
|mdlsjtxt=τρί-γληνος, ον, [[γλήνη]]<br />with [[three]] pupils: then, of earrings, with [[three]] [[bright]] drops, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγληνος Medium diacritics: τρίγληνος Low diacritics: τρίγληνος Capitals: ΤΡΙΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: tríglēnos Transliteration B: triglēnos Transliteration C: triglinos Beta Code: tri/glhnos

English (LSJ)

τρίγληνον, in Hom. as epithet of earrings,
A ἕρματα τρίγληνα Il. 14.183, Od.18.298: ancient critics (cf. Sch. ad loc.) expld. it (1) from γλήνεα (Il.24.192), = ἀξιοθέατα, or (2) = τρίκοκκα, i.e. with three berry-shaped ornaments, or (3) = ἐκ τριῶν ζῳδίων συγκείμενα, or (4) = τριόφθαλμα, like Att. τριοττίδες; and in other ways. It is prob. formed from γλήνη as τρίκλινος fr. κλίνη, etc., but the sense remains uncertain.
II three-eyed, of Hecate, Ath.7.325a.

German (Pape)

[Seite 1141] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois prunelles, à trois yeux (Hécate) ; ἕρματα τρίγληνα IL, OD pendants d'oreilles figurant trois prunelles, càd garnis de trois perles.
Étymologie: τρεῖς, γλήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγληνος -ον [τρι -, γλήνη] met drie edelstenen:. ἕρματα oorhangers met drie parels Il. 14.183.

Russian (Dvoretsky)

τρίγληνος: трехглазый: ἕρματα τρίγληνα Hom. серьги с тремя камешками или подвесками.

English (Autenrieth)

(γλήνη): with three eyeballs, of ear-rings with three drops or pearls, Il. 14.183 and Od. 18.297. (See cut, from an ancient Greek coin.)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει τρεις στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει τρεις οπές, τρεις οφθαλμούς
2. (για την Εκάτη) αυτή που έχει τρεις οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. δίγληνος].

Greek Monotonic

τρίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς· έπειτα, λέγεται για τα σκουλαρήκια, αυτά που έχουν τρεις λαμπρούς λίθους, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγληνος: -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ γλῆνος) ἔχοντα τρεῖς λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, ἔνθα ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ γλήνη) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ τριοττίς, μὲ τρεῖς ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. τριόφθαλμος, ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ».

Middle Liddell

τρί-γληνος, ον, γλήνη
with three pupils: then, of earrings, with three bright drops, Hom.