Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρίγληνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "ear-ring" to "earring")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει [[τρεις]] στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει [[τρεις]] οπές, [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (για την Εκάτη) αυτή που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>γληνος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει [[τρεις]] στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει [[τρεις]] οπές, [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (για την Εκάτη) αυτή που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), [[πρβλ]]. [[δίγληνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm