μετάφημι: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metafimi
|Transliteration C=metafimi
|Beta Code=meta/fhmi
|Beta Code=meta/fhmi
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[speak among]] persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. [[μετέφη]]), c. dat. pl., [[τῇσιν]] (sc. [[δμῳαῖς]]) μ. <span class="bibl">Od.18.312</span>; πάντεσσι θεοῖσι <span class="bibl">Il.19.100</span>: elsewhere Hom. always joins it with [[τοῖς]] or [[τοῖσι]], whether a single person is addressed, as in <span class="bibl">Il.2.411</span>, <span class="bibl">4.153</span>, <span class="bibl">19.55</span>, or more than one, as in <span class="bibl">Od.8.132</span>:—[[μετέφη]] c. acc. pers. is f. l. in <span class="bibl">Il.2.795</span>.</span>
|Definition=[[speak among]] persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. [[μετέφη]]), c. dat. pl., [[τῇσιν]] (''[[sc.]]'' [[δμῳαῖς]]) μ. Od.18.312; πάντεσσι θεοῖσι Il.19.100: elsewhere Hom. always joins it with [[τοῖς]] or [[τοῖσι]], whether a single person is addressed, as in Il.2.411, 4.153, 19.55, or more than one, as in Od.8.132:—[[μετέφη]] c. acc. pers. is [[falsa lectio|f.l.]] in Il.2.795.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] (s. [[φημί]]), wie [[μεταυδάω]], unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, sc. δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] (s. [[φημί]]), wie [[μεταυδάω]], unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, ''[[sc.]]'' δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. 3ᵉ sg.</i> μετέφη;<br /><b>1</b> parler au milieu de, τινι, <i>ou en gén.</i> s'adresser à;<br /><b>2</b> [[adresser la parole à]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[φημί]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάφημι:''' (только 3 л. sing. impf. [[μετέφη]]) обращаться с речью, говорить (τινί, реже τινά Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάφημι''': ὡς τὸ [[μεταυδάω]], ὁμολῶ [[μεταξύ]] τινων, [[ἑπομένως]], [[ἀποτείνω]] τὸν λόγον, [[ἀγορεύω]] [[πρός]]..., Ὅμ. ([[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, [[ὅπερ]] ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον [[πρόσωπον]] γίνεται [[λόγος]], [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὸ τοῖς [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. [[μετεῖπον]].
|lstext='''μετάφημι''': ὡς τὸ [[μεταυδάω]], ὁμολῶ [[μεταξύ]] τινων, [[ἑπομένως]], [[ἀποτείνω]] τὸν λόγον, [[ἀγορεύω]] [[πρός]]..., Ὅμ. ([[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, [[ὅπερ]] ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον [[πρόσωπον]] γίνεται [[λόγος]], [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὸ τοῖς [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. [[μετεῖπον]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. 3ᵉ sg.</i> μετέφη;<br /><b>1</b> parler au milieu de, τινι, <i>ou en gén.</i> s’adresser à;<br /><b>2</b> adresser la parole à.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[φημί]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάφημι:''' παρατ. <i>μετ-έφην</i> (πρβλ. μετ-εῖπον)·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετάφημι:''' παρατ. <i>μετ-έφην</i> (πρβλ. μετ-εῖπον)·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάφημι:''' (только 3 л. sing. impf. [[μετέφη]]) обращаться с речью, говорить (τινί, реже τινά Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=imperf. μετ-έφην [cf. [[μετεῖπον]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] [[among]] others, to [[address]] them, c. dat. pl., Hom.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[accost]], Il.
|mdlsjtxt=imperf. μετ-έφην [cf. [[μετεῖπον]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] [[among]] others, to [[address]] them, c. dat. pl., Hom.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[accost]], Il.
}}
}}