νύσσα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyssa
|Transliteration C=nyssa
|Beta Code=nu/ssa
|Beta Code=nu/ssa
|Definition=ης, ἡ, in a race-course, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> = [[καμπτήρ]], [[turning-post]], <span class="bibl">Il.23.332</span>,<span class="bibl">344</span> ; <b class="b3">ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθήτω</b>, of the near horse, ib.<span class="bibl">338</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.24.119</span> : metaph., [[turning-point]] of the recurrent nerve, <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>16.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[starting]]-and [[winning-post]], τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος <span class="bibl">Il.23.758</span>, <span class="bibl">Od.8.121</span> : metaph., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.11</span>.</span>
|Definition=ης, ἡ, in a race-course,<br><span class="bld">1</span> = [[καμπτήρ]], [[turning-post]], Il.23.332,344; <b class="b3">ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθήτω</b>, of the near horse, ib.338, cf. Theoc.24.119: metaph., [[turning-point]] of the recurrent nerve, Gal. ''UP''16.4.<br><span class="bld">2</span> [[starting]]-and [[winning-post]], τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Il.23.758, Od.8.121: metaph., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Opp.''H.''3.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0271.png Seite 271]] ἡ, eine Säule auf der Rennbahn, auch [[στήλη]], – a) am äußersten Ende der Bahn, den Punkt bezeichnend, wo umgelenkt wird, der Prellstein, auch [[καμπτήρ]], Il. 23, 332. 344; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι, 23, 338, das linke Pferd mußte so hart als möglich an der [[νύσσα]] herumstreifen, während der Wagenlenker das rechte Pferd anstachelte, νύσσει, den größern Bogen zu beschreiben; vgl. Xen. Conv. 4, 6. – b) am Anfang der Bahn, den Ort des Ankommens bezeichnend, die Schranken, Il. 23, 758 Od. 8, 121; dah. übh. Z i el, αὐτὰρ νειατίην ἐλάων περὶ νύσσαν ἀοιδήν, Maneth. VI, 738; a. Sp., vgl. Opp. Hal. 3, 11. 5, 642; Lycophr. 15. – Bei Bion 15, 31 übh. Scheidewand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0271.png Seite 271]] ἡ, eine Säule auf der Rennbahn, auch [[στήλη]], – a) am äußersten Ende der Bahn, den Punkt bezeichnend, wo umgelenkt wird, der Prellstein, auch [[καμπτήρ]], Il. 23, 332. 344; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι, 23, 338, das linke Pferd mußte so hart als möglich an der [[νύσσα]] herumstreifen, während der Wagenlenker das rechte Pferd anstachelte, νύσσει, den größern Bogen zu beschreiben; vgl. Xen. Conv. 4, 6. – b) am Anfang der Bahn, den Ort des Ankommens bezeichnend, die Schranken, Il. 23, 758 Od. 8, 121; dah. übh. Z i el, αὐτὰρ νειατίην ἐλάων περὶ νύσσαν ἀοιδήν, Maneth. VI, 738; a. Sp., vgl. Opp. Hal. 3, 11. 5, 642; Lycophr. 15. – Bei Bion 15, 31 übh. Scheidewand.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[borne à l'extrémité de la carrière et que l'on tournait pour revenir]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[νύσσω]], « la chose où l'on butte ».
}}
{{elru
|elrutext='''νύσσα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[мета]], [[конечный столб]] (служивший поворотным пунктом ристалища): ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι Hom. вплотную обогнуть мету;<br /><b class="num">2</b> [[начальный столб ристалища]] (к которому возвращались участники состязаний, обогнув конечный столб) (τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης [[τέτατο]] [[δρόμος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νύσσα''': -ης, -ἡ, ([[νύσσω]]) ὡς τὸ Λατ. meta, [[ὄνομα]] δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ [[στήλη]] περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. [[καμπτήρ]]), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος [[ἵππος]] ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]], ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω [[ἵππος]] ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ [[στήλη]], ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ [[σημεῖον]] τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. [[ἄφεσις]], [[βαλβίς]]), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο [[δρόμος]] Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. [[καθόλου]], [[μεσότοιχον]] [[διάφραγμα]], Βίων 7. 31.
|lstext='''νύσσα''': -ης, -ἡ, ([[νύσσω]]) ὡς τὸ Λατ. meta, [[ὄνομα]] δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ [[στήλη]] περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. [[καμπτήρ]]), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος [[ἵππος]] ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]], ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω [[ἵππος]] ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ [[στήλη]], ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ [[σημεῖον]] τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. [[ἄφεσις]], [[βαλβίς]]), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο [[δρόμος]] Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. [[καθόλου]], [[μεσότοιχον]] [[διάφραγμα]], Βίων 7. 31.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />borne à l’extrémité de la carrière et que l’on tournait pour revenir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[νύσσω]], « la chose où l’on butte ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νύσσα]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (στον ιππόδρομο) α) η [[στήλη]] [[γύρω]] από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα [[καθώς]] κατέρχονταν από το δεξιό [[μέρος]] και έστριβαν για το αριστερό<br />β) η [[στήλη]] από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην [[αρματοδρομία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[σκοπός]] («πρὸς οὐράνιον νύσσαν σαφῶς ἐπειγόμενοι», Μηναί·)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μεσότοιχος]]<br /><b>2.</b> (για [[νεύρο]]) [[σημείο]] στροφής<br /><b>3.</b> η [[πορεία]] του χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η πιθανότερη [[άποψη]] [[είναι]] [[εκείνη]] που παράγει τη λ. από το θ. του [[νύσσω]] με [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νύκ</i>-<i>jα</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] θάμνων και δένδρων, δικότυλων [[φυτών]] που ανήκουν στην [[τάξη]] [[κορνώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nyssa</i> <span style="color: red;"><</span> [[νύσσα]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νύσσα]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (στον ιππόδρομο) α) η [[στήλη]] [[γύρω]] από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα [[καθώς]] κατέρχονταν από το δεξιό [[μέρος]] και έστριβαν για το αριστερό<br />β) η [[στήλη]] από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην [[αρματοδρομία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[σκοπός]] («πρὸς οὐράνιον νύσσαν σαφῶς ἐπειγόμενοι», Μηναί·)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μεσότοιχος]]<br /><b>2.</b> (για [[νεύρο]]) [[σημείο]] στροφής<br /><b>3.</b> η [[πορεία]] του χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η πιθανότερη [[άποψη]] [[είναι]] [[εκείνη]] που παράγει τη λ. από το θ. του [[νύσσω]] με [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νύκ</i>-<i>jα</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] θάμνων και δένδρων, δικότυλων [[φυτών]] που ανήκουν στην [[τάξη]] [[κορνώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nyssa</i> <span style="color: red;"><</span> [[νύσσα]] (Ι)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύσσα:''' -ης, ἡ ([[νύσσω]]), όπως το Λατ. [[meta]], όνομα [[δύο]] στηλών στον ιππόδρομο ([[ἱππόδρομος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[στήλη]] γύρω από την οποία έστριβαν τα άρματα, τοποθετημένη σε [[σημείο]] τέτοιο ώστε τα άρματα που πήγαιναν από τη [[δεξιά]] [[πλευρά]] της διαδρομής έστριβαν γύρω απ' αυτή και επέστρεφαν από την αριστερή [[πλευρά]] (πρβλ. [[καμπτήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήλη]] εκκίνησης, απ' όπου δηλ. ξεκινούσαν οι ιπποδρομίες· και ήταν επίσης το [[σημείο]] του νικηφόρου τερματισμού, σε Όμηρ.
|lsmtext='''νύσσα:''' -ης, ἡ ([[νύσσω]]), όπως το Λατ. [[meta]], όνομα [[δύο]] στηλών στον ιππόδρομο ([[ἱππόδρομος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[στήλη]] γύρω από την οποία έστριβαν τα άρματα, τοποθετημένη σε [[σημείο]] τέτοιο ώστε τα άρματα που πήγαιναν από τη [[δεξιά]] [[πλευρά]] της διαδρομής έστριβαν γύρω απ' αυτή και επέστρεφαν από την αριστερή [[πλευρά]] (πρβλ. [[καμπτήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήλη]] εκκίνησης, απ' όπου δηλ. ξεκινούσαν οι ιπποδρομίες· και ήταν επίσης το [[σημείο]] του νικηφόρου τερματισμού, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύσσα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> мета, конечный столб (служивший поворотным пунктом ристалища): ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι Hom. вплотную обогнуть мету;<br /><b class="num">2)</b> начальный столб ристалища (к которому возвращались участники состязаний, обогнув конечный столб) (τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης [[τέτατο]] [[δρόμος]] Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">turning sign in the race-course, starting point and goal of the contest</b> (Il.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unexplained. Of old (Curtius 546) connected with [[νύσσω]] (<b class="b3">*νύκ-ι̯α</b> "the thrusting one"; on the formation Schwyzer 474), what seems possible in spite of the strong doubt by Bq. Other, more or less improbable or untenable propositions by Schulze KZ 29, 262 f. (= Kl. Schr. 375), Bloomfield AmJPh. 12, 31 n. 1 (to Skt. <b class="b2">sanu-tár</b> [[away from]] resp. <b class="b2">sā́nu</b> [[back]]). Semitic etym. by Lewy KZ 55, 24 ff. (to be rejected); acc. to Jüthner Die Antike 15, 251 Pre-Gr.-Aegaean.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[turning sign in the race-course]], [[starting point and goal of the contest]] (Il.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unexplained. Of old (Curtius 546) connected with [[νύσσω]] (<b class="b3">*νύκ-ι̯α</b> "the thrusting one"; on the formation Schwyzer 474), what seems possible in spite of the strong doubt by Bq. Other, more or less improbable or untenable propositions by Schulze KZ 29, 262 f. (= Kl. Schr. 375), Bloomfield AmJPh. 12, 31 n. 1 (to Skt. <b class="b2">sanu-tár</b> [[away from]] resp. <b class="b2">sā́nu</b> [[back]]). Semitic etym. by Lewy KZ 55, 24 ff. (to be rejected); acc. to Jüthner Die Antike 15, 251 Pre-Gr.-Aegaean.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''νύσσα''': {nússa}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wendemarke in der Rennbahn]], [[Ausgangspunkt und Ziel des Wettlaufs]] (ep. poet. seit Il.).<br />'''Etymology''' : Nicht sicher erklärt. Seit alters (Curtius 546 u.a.) zu [[νύσσω]] gezogen (*νύκι̯α "die Anstoßerin"; zur Bildung Schwyzer 474), was trotz dem starken Zweifel bei Bq immerhin beachtenswert scheint. Andere, mehr oder weniger unwahrscheinliche od. unhaltbare Vorschläge von Schulze KZ 29, 262 f. (= Kl. Schr. 375), Bloomfield AmJPh. 12, 31 A. 1 (zu aind. ''sanu''-''tár'' [[abseits von]] bzw. ''sā́nu'' [[Rücken]]); Carnoy Ant. class. 24, 20 ("pelasgisch", aber immerhin zu [[νύσσω]], [[νεύω]]). Semitische Etym. von Lewy KZ 55, 24 ff. (abzulehnen); nach Jüthner Die Antike 15, 251 vorgr.-ägäisch.<br />'''Page''' 2,328-329
|ftr='''νύσσα''': {nússa}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wendemarke in der Rennbahn]], [[Ausgangspunkt und Ziel des Wettlaufs]] (ep. poet. seit Il.).<br />'''Etymology''': Nicht sicher erklärt. Seit alters (Curtius 546 u.a.) zu [[νύσσω]] gezogen (*νύκι̯α "die Anstoßerin"; zur Bildung Schwyzer 474), was trotz dem starken Zweifel bei Bq immerhin beachtenswert scheint. Andere, mehr oder weniger unwahrscheinliche od. unhaltbare Vorschläge von Schulze KZ 29, 262 f. (= Kl. Schr. 375), Bloomfield AmJPh. 12, 31 A. 1 (zu aind. ''sanu''-''tár'' [[abseits von]] bzw. ''sā́nu'' [[Rücken]]); Carnoy Ant. class. 24, 20 ("pelasgisch", aber immerhin zu [[νύσσω]], [[νεύω]]). Semitische Etym. von Lewy KZ 55, 24 ff. (abzulehnen); nach Jüthner Die Antike 15, 251 vorgr.-ägäisch.<br />'''Page''' 2,328-329
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[στήλη]] σταδίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρματοδρόμοι, [[στήλη]] ἀφετηρίας). Ἀπό τό [[νύσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[aguijoneadora]] ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, θοή, ... νύσσα <b class="b3">a ti te suplico, astuta y arrogante, rápida, aguijoneadora</b> P IV 2269
}}
}}