νύσσα
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ης, ἡ, in a race-course,
1 = καμπτήρ, turning-post, Il.23.332,344; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθήτω, of the near horse, ib.338, cf. Theoc.24.119: metaph., turning-point of the recurrent nerve, Gal. UP16.4.
2 starting-and winning-post, τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Il.23.758, Od.8.121: metaph., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Opp.H.3.11.
German (Pape)
[Seite 271] ἡ, eine Säule auf der Rennbahn, auch στήλη, – a) am äußersten Ende der Bahn, den Punkt bezeichnend, wo umgelenkt wird, der Prellstein, auch καμπτήρ, Il. 23, 332. 344; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι, 23, 338, das linke Pferd mußte so hart als möglich an der νύσσα herumstreifen, während der Wagenlenker das rechte Pferd anstachelte, νύσσει, den größern Bogen zu beschreiben; vgl. Xen. Conv. 4, 6. – b) am Anfang der Bahn, den Ort des Ankommens bezeichnend, die Schranken, Il. 23, 758 Od. 8, 121; dah. übh. Z i el, αὐτὰρ νειατίην ἐλάων περὶ νύσσαν ἀοιδήν, Maneth. VI, 738; a. Sp., vgl. Opp. Hal. 3, 11. 5, 642; Lycophr. 15. – Bei Bion 15, 31 übh. Scheidewand.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
borne à l'extrémité de la carrière et que l'on tournait pour revenir.
Étymologie: DELG νύσσω, « la chose où l'on butte ».
Russian (Dvoretsky)
νύσσα: ἡ
1 мета, конечный столб (служивший поворотным пунктом ристалища): ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι Hom. вплотную обогнуть мету;
2 начальный столб ристалища (к которому возвращались участники состязаний, обогнув конечный столб) (τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νύσσα: -ης, -ἡ, (νύσσω) ὡς τὸ Λατ. meta, ὄνομα δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ στήλη περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. καμπτήρ), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος ἵππος ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, ὅθεν ἡ φράσις, ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω ἵππος ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ στήλη, ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ σημεῖον τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. ἄφεσις, βαλβίς), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. καθόλου, μεσότοιχον διάφραγμα, Βίων 7. 31.
English (Autenrieth)
turning-post (meta), in the hippodrome, Il. 23.332; elsewhere, starting-point or line.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
νύσσα, ἡ (ΑΜ)
1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό
β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην αρματοδρομία
2. μτφ. ο σκοπός («πρὸς οὐράνιον νύσσαν σαφῶς ἐπειγόμενοι», Μηναί·)
αρχ.
1. ο μεσότοιχος
2. (για νεύρο) σημείο στροφής
3. η πορεία του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η πιθανότερη άποψη είναι εκείνη που παράγει τη λ. από το θ. του νύσσω με επίθημα -yα (< νύκ-jα)].
(II)
η
βοτ. γένος θάμνων και δένδρων, δικότυλων φυτών που ανήκουν στην τάξη κορνώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyssa < νύσσα (Ι)].
Greek Monotonic
νύσσα: -ης, ἡ (νύσσω), όπως το Λατ. meta, όνομα δύο στηλών στον ιππόδρομο (ἱππόδρομος)·
1. στήλη γύρω από την οποία έστριβαν τα άρματα, τοποθετημένη σε σημείο τέτοιο ώστε τα άρματα που πήγαιναν από τη δεξιά πλευρά της διαδρομής έστριβαν γύρω απ' αυτή και επέστρεφαν από την αριστερή πλευρά (πρβλ. καμπτήρ), σε Ομήρ. Ιλ.
2. στήλη εκκίνησης, απ' όπου δηλ. ξεκινούσαν οι ιπποδρομίες· και ήταν επίσης το σημείο του νικηφόρου τερματισμού, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: turning sign in the race-course, starting point and goal of the contest (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Of old (Curtius 546) connected with νύσσω (*νύκ-ι̯α "the thrusting one"; on the formation Schwyzer 474), what seems possible in spite of the strong doubt by Bq. Other, more or less improbable or untenable propositions by Schulze KZ 29, 262 f. (= Kl. Schr. 375), Bloomfield AmJPh. 12, 31 n. 1 (to Skt. sanu-tár away from resp. sā́nu back). Semitic etym. by Lewy KZ 55, 24 ff. (to be rejected); acc. to Jüthner Die Antike 15, 251 Pre-Gr.-Aegaean.
Middle Liddell
νύσσα, ης, ἡ, νύσσω
like Lat. meta, the name of two posts in the ἱππόδρομος:
1. the turning-post, so placed that the chariots driving up the right side of the course, turned round it, and returned by the left side (cf. καμπτήῤ, Il.
2. the starting post, which was also the winning post, Hom.
Frisk Etymology German
νύσσα: {nússa}
Grammar: f.
Meaning: Wendemarke in der Rennbahn, Ausgangspunkt und Ziel des Wettlaufs (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit alters (Curtius 546 u.a.) zu νύσσω gezogen (*νύκι̯α "die Anstoßerin"; zur Bildung Schwyzer 474), was trotz dem starken Zweifel bei Bq immerhin beachtenswert scheint. Andere, mehr oder weniger unwahrscheinliche od. unhaltbare Vorschläge von Schulze KZ 29, 262 f. (= Kl. Schr. 375), Bloomfield AmJPh. 12, 31 A. 1 (zu aind. sanu-tár abseits von bzw. sā́nu Rücken); Carnoy Ant. class. 24, 20 ("pelasgisch", aber immerhin zu νύσσω, νεύω). Semitische Etym. von Lewy KZ 55, 24 ff. (abzulehnen); nach Jüthner Die Antike 15, 251 vorgr.-ägäisch.
Page 2,328-329
Mantoulidis Etymological
(=στήλη σταδίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρματοδρόμοι, στήλη ἀφετηρίας). Ἀπό τό νύσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ aguijoneadora ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, θοή, ... νύσσα a ti te suplico, astuta y arrogante, rápida, aguijoneadora P IV 2269