3,274,917
edits
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sostikos | |Transliteration C=sostikos | ||
|Beta Code=swstiko/s | |Beta Code=swstiko/s | ||
|Definition= | |Definition=σωστική, σωστικόν, [[able to save]], [[maintain]], or [[preserve]], c. gen., <b class="b3">ἡ δικαιοσύνη νόμων σ.</b> Arist.''Top.''149b33; σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ Id.''MM''1183b36; τοῦ θερμοῦ Id.''Pr.''932b3 (Comp.); τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας Id.''Mu.''397a3: also in later Prose, Dsc.4.81, Max.Tyr.6.2, Alex.Aphr. ''in Top.''455.11, Porph. ''Abst.''3.26, Procl.''in Alc.''p.55 C., etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωστικός:''' [[спасающий]], [[охраняющий]], [[оберегающий]] (τινος Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σωστικός''': -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, μετὰ γεν., ἡ [[δικαιοσύνη]] νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ [[τύπος]] σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σωστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σωτικός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, [[καταστροφή]], θάνατο κάποιον ή [[κάτι]] (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν [[αμέσως]]» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωτήριος]], αυτός που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωστική [[λέμβος]] «<b>ναυτ.</b> η σωσίβια [[λέμβος]]<br />β) «[[σωστικός]] [[σταθμός]]» — [[σταθμός]] για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br />γ) «σωστική [[ανασκαφή]]»<br /><b>αρχαιολ.</b> [[ανασκαφή]] που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωστικῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῴζω]], με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>]. | |||
}} | }} |