Anonymous

σωστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''σωστικός:''' [[спасающий]], [[охраняющий]], [[оберегающий]] (τινος Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σωστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σωτικός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, [[καταστροφή]], θάνατο κάποιον ή [[κάτι]] (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν [[αμέσως]]» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωτήριος]], αυτός που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωστική [[λέμβος]] «<b>ναυτ.</b> η σωσίβια [[λέμβος]]<br />β) «[[σωστικός]] [[σταθμός]]» — [[σταθμός]] για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br />γ) «σωστική [[ανασκαφή]]»<br /><b>αρχαιολ.</b> [[ανασκαφή]] που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωστικῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῴζω]], με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[σωστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σωτικός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, [[καταστροφή]], θάνατο κάποιον ή [[κάτι]] (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν [[αμέσως]]» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωτήριος]], αυτός που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωστική [[λέμβος]] «<b>ναυτ.</b> η σωσίβια [[λέμβος]]<br />β) «[[σωστικός]] [[σταθμός]]» — [[σταθμός]] για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br />γ) «σωστική [[ανασκαφή]]»<br /><b>αρχαιολ.</b> [[ανασκαφή]] που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωστικῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῴζω]], με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''σωστικός:''' [[спасающий]], [[охраняющий]], [[оберегающий]] (τινος Arst.).
}}
}}